έοικα

Greek Monolingual

ἔοικα (Α)
1. μοιάζω, φαίνομαι όμοιος με κάποιον («Ἀντίνοος δέ μάλιστα μελαίνῃ κηρὶ ἔοικεν», Ομ. Οδ.)
2. μοιάζω με κάποιον σε κάτι («τά γ' ὄπισθε Μαχάονι πάντα ἔοικεν», Ομ. Ιλ.)
3. φαίνομαι ότι πράττω κάτι («ἀεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισιν ἐΐκτην», Ομ. Ιλ.)
4. μού φαίνεται, νομίζωἔοικα δέ τοι παραείδειν ὥς τε θεῷ», Ομ. Οδ.)
5. απρόσ. ἔοικε
α) φρ. «ὡς ἔοικε» — καθώς φαίνεται
β) (σε απάντηση) ἔοικε
έτσι φαίνεται, φαίνεται πως έτσι έχει το πράγμα
6. αρμόζει («τὸ μὲν ἀπιέναι άπὸ πολεμίων οὐδενὶ καλῷ ἔοικε», Ξεν.)
7. (μτχ.) ἐοικώς, -υῑα, -ός και εἰκώς, υῖα, -ός
α) όμοιος με κάποιον
β) κατάλληλος
γ) εύλογος
δ) πιθανός
ε) φρ. «ὡς εἰκός» — καθώς φαίνεται.
επίρρ...
ἐοικότως και εἰκότως (Α)
1. όμοια, ανάλογα με κάποιον ή κάτι
2. εύλογα, όπως αναμενόταν
3. δίκαια
4. στο τέλος της προτάσεως για έμφαση («ἡ δὲ ἡμετέρα ἀρχὴ χαλεπὴ δοκεῖ εἶναι, εἰκότως», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. έοικα, αρχ. παρακμ. άχρηστου ενεστώτα είκω, προερχόμενος από τ. -Fοικ-α, εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα της αρχικής ρίζας weik- «αληθεύω, ομοιάζω» (πρβλ. κυπρ. Fεικόνα < εικών), με την οποία σχηματίζεται η μτχ. παρακμ. εοικώς, όπως και το απρμφ. παρακμ. εοικέναι. Ο υπερσ. εφκει (< (ε)- -Fοικ-ει) σχηματίζεται από την εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας (Fωκ-), ενώ η συνεσταλμένη βαθμίδα (Fικ-) εμφανίζεται στον ομ. τ. του δυϊκού αριθμού έϊκτον (< -Fικ-τον), στη μτχ. παρακμ. εικώς (< -Fικ-Fώς), όπως επίσης και στον «ποιητικό» ενεστώτα εισκω «παρομοιάζω, συγκρίνω» (< -Fικσκω), ο οποίος μαρτυρείται στον Όμηρο και στη Σαπφώ, όπου απαντά και τ. ίσκω «καθιστώ κάτι παρόμοια
μαντεύω». Τέλος, οι ιων. τ. οίκα, οίκασι, οικώς είτε είναι προϊόντα υφαιρέσεως από τους αντίστοιχους τ. του έοικα είτε είναι απλώς μη διπλασιασμένοι τύποι].