αγάπη
Greek Monolingual
η (Α ἀγάπη)
1. αγαθά αισθήματα, φιλική διάθεση, στοργή, τρυφερότητα για κάποιον ή κάτι
2. γενετήσια έλξη ή πόθος, έρωτας
3. (και ως προσαγόρευση) το αγαπημένο πρόσωπο
(νεοελλ.-μσν.)
1. εκδήλωση της χριστιανικής αγάπης, φιλανθρωπία, αλτρουισμός
2. συμφιλίωση, ομόνοια, ειρήνη
νεοελλ.
1. εκδήλωση τών αγαθών αισθημάτων, στοργή, αφοσίωση
2. προτίμηση
3. (ως κύριο όνομα) η Αγάπη
ο εσπερινός του Πάσχα, η δεύτερη Ανάσταση
4. φρ. «για την αγάπη κάποιου», για το χατίρι του
«είμαστε στις αγάπες μας», είμαστε στην περίοδο αγαθών σχέσεων «κάνω αγάπη με κάποιον», συμφιλιώνομαι, μονοιάζω
μσν.
1. χαιρετισμός σεβασμού, ασπασμός
2. (για έθνη) συνθηκολόγηση, συμμαχία
αρχ.
η αγάπη του Θεού για τους ανθρώπους και αντίστροφα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρήμα ἀγαπῶ. Η λ. συναντάται στα χριστιανικά κείμενα με τη σημασία του «κοινού δείπνου» τών πρώτων χριστιανών. Αργότερα χρησιμοποιείται για τη «χριστιανική αγάπη» και «φιλανθρωπία» (ίσως με κάποια επίδραση από το εβραϊκό ’ahābā, αγάπη) για να καταλήξει τελικά στη γενικότερη σημασία «φιλική διάθεση, στοργή, έλξη»].