αγροικώ
Greek Monolingual
και γροικώ (Ν και (α)γροικάω) (Μ και ἐγροικῶ)
1. εννοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, αναγνωρίζω
2. αισθάνομαι, νιώθω
3. έχω την αίσθηση της ακοής, ακούω
4. υπακούω, πείθομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Κατά τον Κοραή (Άτακτα 2, 95-6) το ρήμα προήλθε από το ἀγροικίζομαι (= φέρομαι με τρόπο αγροίκο και ανόητο), από όπου με αποβολή του ἀ-, που θεωρήθηκε ως στερητικό, προέκυψε το αντίθετο κατ’ έννοια γροικίζομαι - γροικῶ (= καταλαβαίνω, κατανοώ). Κατά τον Γ. Χατζιδάκι το ρήμα προήλθε από το ἀγροῖκος-ἄγροικος (= ανόητος) και με καταβιβασμό του τόνου ἀγροικὸς-γροικὸς (= νοήμων), κατά το σχήμα ἄγγιχτος-ἀγγιχτός, ἄψητος-ψητὸς κ. τ. π., που από τη σημασία του νοήμονος έφτασε να σημαίνει εκείνον που ακούει. Τον τύπο ἀγροικὸς εξάγει από χωρίο του Χρονικού του Μορέως, στίχ. 1.341 Η, όπου όμως φέρεται ως ἔγροικος. Αλλά και η ετυμολογία αυτή παρουσιάζει δυσκολίες, γιατί, και αν γίνει δεκτό ότι ἔγροικος είναι το ίδιο το ἐγροικὸς < ἀγροικός, που για την ανάγκη του μέτρου έγινε προπαροξύτονο, τα «όμοια» παραδείγματα, τα οποία παραθέτει ο Χατζιδάκις, αφ’ ενός μεν είναι ρηματικά επίθετα σε -τος, αφ’ ετέρου δε έχουν έννοια παθητική, σημαίνουν δηλαδή αυτόν που μπορεί ή δεν μπορεί κανείς να τον αγγίξει, ψήσει, ή αυτόν που ήδη τον έχουν αγγίξει, ψήσει, ενώ στα ἀγροῖκος-ἀγροικὸς δεν υπάρχει αυτή η αναλογία. Από τον Γ. Χατζιδάκι αντικρούονται και οι ετυμολογίες τών Κ. Foy από το ιταλικό oriccio-oreccio, Δ. Οικονομίδη από το «βρακεῖν» (= εννοείν) του Ησυχίου.
ΠΑΡ. (ἀ)γροίκημα, (ἀ)γροίκηση].