αναγυρίζω

Greek Monolingual

(Μ ἀναγυρίζω)
Ι. (αμτβ.)
1. περιφέρομαι εδώ κι εκεί, τριγυρίζω
2. επιστρέφω, επανέρχομαι
3. παρεκκλίνω από την πορεία μου, αλλάζω διεύθυνση, λοξοδρομώ
ΙΙ. (μτβ.)
1. αναστρέφω, αντιστρέφω, γυρίζω
2. ανακατώνω, ανασκαλεύω
3. μεταστρέφω τα λεγόμενα, μιλώ με περιστροφές
4. ερευνώ για να βρω κάτι, ψάχνω
5. προσέχω πολύ, φυλάω
6. επιστρέφω κάτι (ιδίως για χλευασμό)
7. χλευάζω, κοροϊδεύω
8. περιφρονώ
9. αθετώ, δεν πραγματοποιώ
10. παρεκκλίνω, απομακρύνω κάτι
11. αποφεύγω κάποιον
12. μεταπείθω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + γυρίζω].