αναδένω
Greek Monolingual
(Α ἀναδέω) ἀναδέω
1. ξανασυνδέω ή ενώνω τα δύο άκρα κομμένου νήματος
2. δένω κάτι προς τα επάνω, το υψώνω και το συγκρατώ δεμένο με ταινία, κλωστή κ.λπ.
3. Ναυτ. προσδένω πλοίο για ρυμούλκηση
4. δένω με μαγικό επίδεσμο
5. προσκολλώ μικρό ορφανό ερίφιο ή αρνί σε άλλη μητέρα για να θηλάσει.