αντιποιώ

Greek Monolingual

(-έω) (Α)
1. ανταποδίδω κάποια πράξη, κάνω και εγώ
2. μέσ. α) επιδιώκω, επιζητώ κάτι
β) εγείρω αξιώσεις για κάτι, διεκδικώ από κάποιον, προβάλλω δικαιώματα
γ) καυχώμαι ότι γνωρίζω κάτι
δ) ενεργώ σαν αντίπαλος, είμαι αντίπαλος
ε) έχω κάποιον τόπο υπό την εξουσία μου
νεοελλ.
μέσ. ἀντιποιοῦμαι
οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι ξένο πράγμα ή δικαίωμα.