γιος

Greek Monolingual

και γυιος και υγιός, ο
1. ο υιός, το αρσενικό τέκνο
2. παροιμ. α) «κατά μάνα, κατά κύρη, κατά γιο και θυγατέρα» — τα παιδιά κληρονομούν τα γνωρίσματα τών γονιών τους και ακολουθούν το παράδειγμα τους
6) «γαμπρός υγιός δεν γίνεται και νύφη θυγατέρα» — δεν μπορεί ο πεθερός ή η πεθερά να αγαπάει τον γαμπρό ή τη νύφη εξίσου με τον γιο ή την κόρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υιός, με ανάπτυξη j από τη συνίζηση του συμπλέγματος io (πρβλ. ιατρός -γιατρός). Βλ. και υιός].