δασκαλικός
Greek Monolingual
και δασκαλικός, -η, -ο (AM διδασκαλικός, -ή, -όν)
Ι. 1. αυτός που ταιριάζει, ανήκει ή αναφέρεται σε δάσκαλο
2. φρ. «διδασκαλικό χωρίο» ή «τόπος διδασκαλικός» — χωρίο από το οποίο εξάγεται φανερά η ερμηνεία λέξης ή η εφαρμογή γραμματικού ή συντακτικού φαινομένου
3. το θηλ. ως ουσ. δασκαλική και διδασκαλική, η (AM διδασκαλική)
το επάγγελμα του δάσκαλου
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δασκαλικά
η σχολαστική καθαρεύουσα
II. επίρρ. δασκαλικά (AM διδασκαλικῶς)
με την άνεση και την πείρα του δασκάλου
νεοελλ.
σχολαστικός, αναχρονιστικός («δασκαλική ιδεολογία»)
αρχ.
1. ο ικανός να διδάξει
2. το θηλ. ως ουσ. α) η τέχνη ή η ικανότητα να διδάσκει κανείς
β) συμφωνητικό για την πρόσληψη μαθητευόμενου τεχνίτη
3. το ουδ. εν. ως ουσ. διδασκαλικόν, το
ο διδακτικός τρόπος τών γερόντων, η σχολαστικότητα.