διαταγή

English (LSJ)

διαταγῆς, ἡ, command, ordinance, LXX 2 Es.4.11, Ep.Rom.13.2; ἐκ διαταγῆς CIG3465, POxy.92.3 (iv A. D.); testamentary disposition, IGRom.4.840.3, etc.; διαταγὴν τῆς τρύγης ποιήσασθαι make arrangements for... PFay.133.4 (iv A. D.); πόλεως Ps.-Callisth.1.33; εἰς διαταγὰς ἀγγέλων Act.Ap.7.53; medical regimen, Ruf. ap. Orib.6.38.13; = τάξις, Placit.1.15.8.

Spanish (DGE)

διαταγῆς, ἡ
1 orden, mandato, precepto gener. c. gen. subjet. αὕτη ἡ δ. τῆς ἐπιστολῆς LXX 2Es.4.11, del emperador IEphesos 3506-12 (I/II d.C.), ἐκ τῆς διαταγῆς Ἐπιχάρμου siguiendo instrucciones de Epicarmo, Sardis 36 (imper.), κατὰ τὴν ἰδίαν αὐτοῦ διαταγήν Studies Hall 23 (Enoanda III d.C.), ἡ τοῦ κελεύοντος δ. Vett.Val.340.30, οἵτινες ἐλάβετε τὸν νόμον εἰς διαταγὰς ἀγγέλων vosotros que recibisteis la ley como ordenanzas de ángeles, Act.Ap.7.53, ἡ τοῦ θεοῦ δ. Ep.Rom.13.2, cf. Chrys.M.59.233, como tít. de una obra διαταγαὶ τῶν ἁγίων ἀποστόλων Constituciones de los santos apóstoles, Const.App.tít., cf. Can.App.85, Basil.M.31.948C, pero tb. c. gen. obj. τῶν προγόνων ἀποστόλων [τοιαύ] τη γέγονεν ἡ δ. tal fue la orden dada a los primeros apóstoles Manes 71.20
cometido, encargo, τυπώσας τὴν διαταγήν habiendo cumplido lo que se le había encomendado como presidente de los juegos SEG 38.1462.20 (Enoanda II d.C.)
edicto ἡ περὶ τῶν χρηματιζομένων διαταγή SEG 33.1177.16 (Mira I d.C.)
reglamentación, regulación ἐγκαταμίσγειν τὴν ῥωμαικὴν ἀρχὴν τῇ τῆς ἐκκλησίας διαταγῇ Ath.Al.H.Ar.34.1
disposición testamentaria παρὰ τὴν διαταγὴν τὴν ἐμήν IGR 4.840.3 (Hierápolis, imper.)
prescripción médica, régimen χρὴ τῇ ἐφεξῆς διαταγῇ τὸ σῶμα ἀνακομίζειν εἰς τὴν ἰδίαν τάξιν es preciso devolver el cuerpo a su estado propio con el siguiente régimen Ruf. en Orib.6.38.13.
2 distribución, asignación como acción de asignar c. gen. de cosa ἴσης γενομένης τῶν πλινθείων τοῦ ἔργου διαταγῆς la distribución del trabajo habiendo sido hecha en tantas partes como manzanas de casas SEG 35.1483A.22, B.20 (Antioquía de Siria I d.C.), ἀνάπεμψον εἰς διαταγὴν οἴνου κεράμια ς̅ POxy.2985.13 (II/III d.C.), cf. 1469.10, 2153.7 (ambos III d.C.), ἀπογραφὴ προβάτων ... ὧν ἔχομεν ἐν διαταγῇ registro de ovejas que tenemos asignadas, PHamb.34.9 (II d.C.)
asignación como parte o lote asignado παράσχες ... Ἀμεσύστῳ ἱπποιάτρῳ ἐκ διαταγ(ῆς) οἴνου κεράμιον ἓν νέον POxy.92.3 (IV d.C.), δὸς Γοργονίῳ ὑδραύλῃ ἐκ διαταγῆς σίτου (ἀρτάβας) δύο POxy.93.2 (IV d.C.), cf. BGU 2347.5 (III d.C.), PIand.153.6, 7, PLips.97.26.14 (ambos IV d.C.)
programa, conjunto de tareas asignadas o por asignar c. gen. de abstr. ἡ δ. τῆς κατασπορᾶς καὶ θρυοκοπίας POxy.3066.8 (III d.C.), ἵνα τὴν διαταγὴν τῆς τρύγης ποιήσηται PFay.133.4 (IV d.C.)
asignación, atribución forzosa de parcelas de tierra pública o comunal para su cultivo BGU 1645.5 (III d.C.), SB 11657.39, 65 (II d.C.).
3 disposición, ordenación τῆς πόλεως Ps.Callisth.1.33B, τοῦ θέματος Vett.Val.328.17, τὰ δ' ἐξ αὐτῶν συγκρίματα κεχρῶσθαι διαταγῇ τε καὶ ῥυθμῷ καὶ προτροπῇ las combinaciones de éstos (los elementos) reciben el color por la disposición, la medida y la dirección, Placit.1.15.8.

German (Pape)

[Seite 605] ἡ, Befehl, N.T.

English (Thayer)

(διάταγμα) διατάγματος, τό (διατάσσω), an injunction, mandate: δόγμα). (2Esdr. 7:11; Additions to 3:13 d] (in Tdf., chapter iii. at the end, line 14); Philo, decal. § 4; Diodorus 18,64; Plutarch, Marcell c. 24at the end; (others).)

Greek Monolingual

η (AM διαταγή) διατάσσω
εντολή, προσταγή, επιταγή
νεοελλ.
1. έγγραφο όπου καταγράφεται η διαταγή
2. βιβλίο όπου καταγράφονται οι διαταγές
3. φρ. «είμαι στις διαταγές σου» — είμαι πρόθυμος να εκτελέσω τις εντολές σου
4. συμβουλή, νουθεσία
5. συμπεριφορά
αρχ.
1. τακτοποίηση με διαθήκη
2. διευθέτηση
3. ιατρική συνταγή
4. εντολή για πληρωμή.

French (Bailly abrégé)

c. διάταγμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαταγή -ῆς, ἡ [διατάττω] bevel.

Russian (Dvoretsky)

διαταγή: ἡ NT = διάταγμα.

English (Strong)

from διατάσσω; arrangement, i.e. institution: instrumentality.

Greek Monotonic

διατᾰγή: -ῆς, ἡ (διατάσσω), προσταγή, επιταγή, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

διατᾰγή: ῆς, ἡ, ὡς παρ’ ἡμῖν, προσταγή, Ἑβδ. Ἐσδρ. 2. 4, 11, Κ. Δ. Ἐπιστ. Ρωμ. 13. 2, Ροῦφος (Ὀρειβ. 1. 544)· ἐκ διαταγῆς Συλλ. Ἐπιγρ. 3465.

Middle Liddell

διατᾰγή, ῆς, ἡ, n διατάσσω
an ordinance, NTest.

Chinese

原文音譯:diatag» 笛阿-他給
詞類次數:名詞(2)
原文字根:經過-規定
字義溯源:處理,律例,命令,配置,傳,規定;源自(διατάσσω)=周全的安排);由(διά)*=通過)與(τάσσω)*=處理,安排)組成
出現次數:總共(2);徒(1);羅(1)
譯字彙編
1) 規定(1) 羅13:2;
2) 所傳(1) 徒7:53