δυσπρόσοδος

English (LSJ)

δυσπρόσοδον,
A difficult of access, χωρίον Th.5.65, cf. Aen.Tact.28.1 (Sup.); δ. τοῖς ἐναντίοις πόλις Arist.Pol.1330b3; hard to assault, τάξις, παρεμβολή, Plb.1.26.10, 2.65.12.
2 of men, unsocial, δ. αὑτὸν παρέχειν Th.1.130, cf. X. Ages.9.2, Luc.Scyth.6, Plu.Demetr.42, D.C.Fr.11.6.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de lugares de difícil acceso, poco accesible χωρίον Th.5.65, c. dat. τοῖς ἐναντίοις (πόλις) Arist.Pol.1330b3, cf. Plu.Rom.17, τὸ ἱερόν Paus.8.41.4, τόπος δυσπρόσοδος ἐκ τῶν ἔξωθεν μερῶν D.S.14.18, ὑπερβολή D.C.Epit.9.23.3, ὄρος Eutecnius Th.Par.15.11, ὁδός Poll.3.96
neutr. sg. subst. τὸ δυσπρόσοδον = dificultad de acceso c. gen. ᾗ ἂν δυσπροσοδώτατον ᾖ τῆς πόλεως Aen.Tact.28.1.
2 en cont. bélico que no permite pasar, impenetrable τάξις Plb.1.26.10, παρεμβολή Plb.2.65.12.
II de pers. y abstr.
1 de pers. inaccesible, inabordable, huraño δυσπρόσοδον αὑτὸν παρέχειν Th.1.130, cf. Aristid.Or.35.24, del rey de Persia τῷ δ. εἶναι ἐσεμνύνετο X.Ages.9.2, δυσέντευκτος καὶ δυσπρόσοδος Plu.Nic.5, cf. Crass.7, Luc.Scyth.6, D.C.11.6, 36.16.2
neutr. subst. τὸ δυσπρόσοδον = el ser o mostrarse inaccesible τὸ δυσόμιλον αὐτοῦ καὶ δυσπρόσοδον Plu.Demetr.42
neutr. como adv. displicentemente, de forma desdeñosa o desagradable ἐχρέμπτετο μύχιόν τι καὶ δυσπρόσοδον Luc.Gall.10.
2 de abstr. riguroso, severo, que provoca rechazo ἦθος δυσπρόσοδον = forma de ser huraña o inaccesible Gal.19.232, c. giro prep. νόμοι δυσπρόσοδοί εἰσι πρὸς πάντων ἀνθρώπων Procop.Pers.2.28.26.

German (Pape)

[Seite 688] schwer zugänglich; χωρίον Thuc. 5, 65; ταξις δυσπρόσοδος καὶ ἀσφαλής Pol. 1, 26, 10; πόλις, οἶκος, Plut. Rom. 17 Popl. 10; von Menschen, ungesellig, unfreundlich; Thuc. 1, 130; Xen. Ages. 9, 2; Luc. Scyth. 61 D. C. 35, 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'un abord difficile.
Étymologie: δυσ-, πρόσοδος.

Russian (Dvoretsky)

δυσπρόσοδος: Thuc., Xen., Arst., Polyb., Plut. = δυσπρόσιτος.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπρόσοδος: -ον, δυσπρόσιτος, μετὰ δυσκολίας πλησιαζόμενος, χωρίον Θουκ. 5. 65· δ. τοῖς ἐναντίοις πόλις Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 3· δυσκόλως προσβαλλόμενος, τάξις, πόλις Πολύβ. 1. 26, 10, κτλ. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀκοινώνητος, Θουκ. 1. 130, Ξεν. Ἀγησ. 9, 2, Λουκ. Σκύθ. 6.

Greek Monolingual

δυσπρόσοδος, -ον (AM)
δυσπρόσιτος
αρχ.
1. αυτός που προσβάλλεται δύσκολα
2. (για πρόσ.) απλησίαστος, ακοινώνητος.

Greek Monotonic

δυσπρόσοδος: -ον, δυσπρόσιτος, δύσκολος στην πρόσβαση, σε Θουκ.· λέγεται για πρόσωπα, ακοινώνητος, απρόσιτος, μισάνθρωπος, στον ίδ., σε Ξεν.

Middle Liddell

δυσ-πρόσοδος, ον
hard to get at, difficult of access, Thuc.; of men, unsocial, Thuc., Xen.

English (Woodhouse)

inaccessible, unapproachable, unsociable

Lexicon Thucydideum

accessu difficilis, difficult to approach, 5.65.1,
Transl. translate 1.130.2.