επίφορος
Greek Monolingual
-ο (Α ἐπίφορος, -ον) επιφέρω
νεοελλ.
ναυτ. (για άνεμο) αυτός που πέφτει κάθετα στο ιστίο του πλοίου, κν. άνεμος της φούσκας
αρχ.
1. αυτός που οδηγεί σε μια διεύθυνση («εἰ ἄνεμος ἐπεγένετο τῇ φλογὶ ἐπίφορος ἐς αὐτὴν [τὴν πόλιν]», Θουκ.]
2. (για άνεμο) ευνοϊκός, ούριος («ἐν Αὐλίδι πνεῦμα τοῖς Ἕλλησιν οὐκ ἐγένετο ἐπίφορον», Παυσ.)
3. αυτός που έχει κλίση, ροπή σε κάτι, ευεπίφορος, επιρρεπής («ἐπίφορος πρὸς δεισιδαιμονίαν», Πλούτ.)
4. αρμόδιος, κατάλληλος
5. (για έγγραφο) αυτός που σχετίζεται με το προκείμενο ζήτημα
6. (για έδαφος) κατωφερής («ἐκ τόπων ἐπιφόρων ὅλην ἐπερείσας τήν φάλαγγα τοῖς Ῥωμαίοις», Πλούτ.)
7. έγκυος, επίτοκος.