επανάληψη

Greek Monolingual

η (AM ἐπανάληψις) επαναλαμβάνω
1. η διεξαγωγή μιας πράξεως για μια ακόμη φορά ή συνεχώς («η επανάληψη των συνομιλιών»)
2. ρητορικό σχήμα, κατά το οποίο επαναλαμβάνεται η ίδια λέξη ή φράση για έμφαση
νεοελλ.
1. συνεχόμενη χρήσηεπανάληψη λαθών»)
2. (παιδαγ.) διδασκαλία τών ήδη διδαγμένων για καλύτερη εμπέδωση
3. νέα μελέτη μαθημάτων για τέλεια εκμάθηση
«με μια ακόμη επανάληψη θα είμαι έτοιμος για τις εξετάσεις»)
4. (νομ.) «επανάληψη δίκης» — η διεξαγωγή μιας δίκης για άλλη μια φορά, επειδή αποδείχθηκε ότι κατά την πρώτη διεξαγωγή υπήρξε δικαστική πλάνη
αρχ.
1. ανάκτηση
2. επαναδίπλωση.