επιτάχυνση

Greek Monolingual

η
1. επαύξηση της ταχύτητας, επίσπευση, κίνηση ή ενέργεια με μεγαλύτερη ταχύτηταεπιτάχυνση της πορείας»)
2. μουσ. μουσικός όρος που αποδίδει τους ιταλικούς όρους affrettando και stringendo και σημαίνει ότι πρέπει ν’ αρχίσει επιτάχυνση της ρυθμικής αγωγής
3. ναυτ. η φόρτωση ή εκφόρτωση τών εμπορευμάτων σε συντομότερο χρόνο από αυτόν που ορίζει η συμφωνία της ναύλωσης
4. φυσ. ο λόγος της μεταβολής του διανύσματος της ταχύτητας ενός κινητού μέσα σ’ ένα χρονικό διάστημα προς το χρονικό αυτό διάστημα
5. φυσ. φρ. α) «γωνιώδης ή γωνιακή επιτάχυνση» — διανυσματικό μέγεθος που χαρακτηρίζει τη χρονική μεταβολή της γωνιώδους ταχύτητας ενός στρεφόμενου σώματος
β) «επιτρόχια επιτάχυνση» — η κατά την εφαπτομένη της τροχιάς συνιστώσα, στην οποία αναλύεται το διάνυσμα της επιτάχυνσης
γ) «κεντρομόλος επιτάχυνση» — η κατά την κάθετο προς την τροχιά του κινητού συνιστώσα, στην οποία αναλύεται το διάνυσμα της επιτάχυνσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιταχύνω. Η λ. στον λόγιο τ. επιτάχυνσις μαρτυρείται από το 1786 στον Χριστόδ. Ακαρναν.].