εύφρων
Greek Monolingual
-ον (Α εὔφρων, επικ. τ. ἐΰφρων, -ον)
νεοελλ.
φρόνιμος, συνετός, σώφρων
αρχ.
1. (για πρόσ.) χαρούμενος, γεμάτος ευφροσύνη, ευχαριστημένος («εἴ πέρ τις... δαίνυται εὔφρων», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που προκαλεί ευθυμία ή αγαλλίαση, ο ευχάριστος («εὔφρων οἶμος», Πίνδ.)
3. αυτός που έχει καλές διαθέσεις, ο ευμενής, ο αγαθός
4. (για λόγο) εύφημος («πῶς εὔφρον' εἴπω;», Αισχύλ.).
επίρρ...
εὐφρόνως (Α)
1. με ευφροσύνη
2. ευμενώς, με ευνοϊκή διάθεση («ἀλλ' αὐτὸν εὐφρόνως σὺ πράϋνον λόγοις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φρων (< φρην) τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας φρεν- (πρβλ. άφρων, εχέφρων). Παρλλ. τ. εΰ-φρων.
ΠΑΡ. ευφραίνω, ευφροσύνη
αρχ.
ευφρονέων, ευφρόνη].