εἰσάλλομαι
English (LSJ)
Ep. 3sg. aor. 2 ἐσᾶλτο:—spring or rush into, ἐσήλατο τεῖχος Ἀχαιῶν Il.12.438; πύλας καὶ τεῖχος ἐσᾶλτο 13.679, cf. 12.466; πύργον -όμενοι Pi.O.8.38; later ἐς. ἐς τὸ πῦρ leap into it, Hdt.2.66; εἰ. εἰς τὰ τείχη v.l. in X.Cyr.7.4.4; ἀνακειμένῳ εἰς τὸν αὐχέν' εἰσαλοίμην S.Fr.756; [εἰς ἀσκόν] upon a bladder, Eub.8; ἐπὶ κρατί μοι πότμος εἰσήλατο S.Ant.1345 (lyr.).
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐσ- Il.12.438
• Morfología: [aor. ind. 3a sg. ἐσᾶλτο Il.12.466, 13.679]
1 saltar c. ac. ἐσήλατο τεῖχος Ἀχαιῶν Il.12.438, πύλας καὶ τεῖχος ἐσᾶλτο Il.13.679, cf. 12.466, πύργον ἐσαλλόμενοι Pi.O.8.38.
2 c. εἰς y ac. u otro giro prep. caer sobre εἰς τὸν αὐχέν' εἰσαλοίμην S.Fr.756, οἱ δ' αἰέλουροι ... ἐσάλλονται ἐς τὸ πῦρ Hdt.2.66, ἀσκὸν εἰς μέσον ... εἰσάλλεσθε Eub.7
•fig. ἐπὶ κρατί μοι πότμος ... εἰσήλατο S.Ant.1346.
German (Pape)
[Seite 740] (s. ἅλλομαι), hineinspringen; πυρὸς κρατῆρας εἰσήλατο, in den Krater, Ep. ad. (VII, 124); ἐς τὸ πῦρ Her. 2, 66; bei Hom, πύλας, τεῖχος εἰσᾶλτο, Il. 12, 466. 13, 679, εἰσήλατο τεῖχος 12, 438; dagegen anstürmen, πύργον Pind. Ol. 8, 38; εἰς τὰ τείχη εἰσήλατο Xen. Cyr. 7, 4, 4; Plut. Cleom. 21; ἐπὶ κρατί μοι πότμος δυσκόμιστος εἰσήλατο Soph. Ant. 1326, stürzte auf mich ein. Im aor. II., εἰς τὸν αὐχένα εἰσαλοίμην, Soph. frg. 695.
French (Bailly abrégé)
f. εἰσαλοῦμαι, ao. εἰσηλάμην;
sauter dans ou sur, acc. ou εἰς et l'acc. ; fig. ἐπὶ κρατί τινι εἰσ. SOPH fondre sur la tête de qqn en parl. d'un malheur.
Étymologie: εἰς, ἅλλομαι.
Russian (Dvoretsky)
εἰσάλλομαι: ион. и староатт. ἐσάλλομαι (fut. εἰσαλοῦμαι, aor. εἰσηλάμην)
1 вскакивать, врываться (τὸ τεῖχος Hom. и εἰς τὰ τείχη Xen., Plut.; πύλας Hom.; πύργον Pind.; ἐς τὸ πύρ Her.): πυρὸς κρητῆρας ἐσήλατο Anth. (Эмпедокл) бросился в огненный кратер;
2 обрушиваться (ἐπὶ κρατί μοι πότμος εἰσήλατο Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰσάλλομαι: μέλλ. εἰσᾰλοῦμαι ἀόρ. β΄ (μετὰ τύπου παθ. ὑπερσυντ.) ἐσᾶλτο· ἀποθ.: ― εἰσπηδῶ, εἰσορμῶ, ἐσήλατο τεῖχος Ἀχαιῶν Ἰλ. Μ. 438· πύλας καὶ τεῖχος ἐσᾶλτο Ν. 679, πρβλ. Μ. 466, Πινδ. Ο. 8. 50· βραδύτερον, ἐσάλλ. ἐς τὸ πῦρ Ἡρόδ. 2. 66· εἰσήλατο εἰς τὰ τείχη δι. γρ. ἐν Ξεν. Κύρ. 7. 4, 4, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 695· ἀσκὸν εἰς μέσον καταθέντες εἰσάλλεσθε Εὔβουλος ἐν Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτον 1130· ἐπὶ κρατί μοι πότμος εἰσήλατο Σοφ. Ἀντ. 1345· πρβλ. ἐνάλλομαι.
Greek Monolingual
εἰσάλλομαι (Α)
1. ορμώ, πηδώ μέσα
2. πηδώ με ορμή πάνω σε κάτι.
Greek Monotonic
εἰσάλλομαι: μέλ. -ᾰλοῦμαι, γʹ ενικ. Επικ. αόρ. βʹ ἐσᾶλτο, Μέσ. αόρ. αʹ -ηλάμην· αποθ., πηδώ ή ορμώ μέσα, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· ἐσάλλ. ἐς τὸ πῦρ, πηδώ μέσα σε αυτή, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
fut. -ᾰλοῦμαι epic 3rd sg. aor2 ἐσᾶλτο aor1 mid. -ηλάμην
Dep.:— to spring or rush into, c. acc., Il.; ἐσάλλ. ἐς τὸ πῦρ to leap into it, Hdt.