ζουριάζω
Greek Monolingual
1. κάνω κάποιον ή κάτι καχεκτικό, μαραίνω, κατσιάζω («το ζούριασε η αρρώστια το παιδί»)
2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ζουριασμένος, -η, -ο
μικρός στο ανάστημα, καχεκτικός
3. (αμτβ.) γίνομαι καχεκτικός, ατροφικός, φθίνω, μαραζώνω (φρ. «ζούριασαν οι λεμονιές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζούρα (Ι) + -ιάζω. Κατ' άλλη άποψη < σειριάζω < αρχ. σειριάω «καίω» < σείριος «καυτερός» < Σείριος (ο γνωστός αστέρας), οπότε το ζούρα(Ι) θεωρείται και αυτό υποχωρητικό παρ. του ζουριάζω όπως το ζούρα].