θεμελιόω

English (LSJ)

A to lay the foundation of, found firmly, πύργους… φοίνιξι θεμελιώσας X.Cyr.7.5.11, cf. IG12(2).11.26 (Mytil.), LXX Jo.6.25 (26), Ep.Hebr.1.10, etc.:—Pass., have the foundations laid, IG22.1343.15 (i B.C.); ἐπὶ τὴν πέτραν Ev.Matt.7.25: metaph., βασιλεία καλῶς θεμελιωθεῖσα D.S.11.68; ἡγεμονία κάλλιστα τεθεμελιωμένη Id.15.1; ἐν ἀγάπῃ τεθ. Ep.Eph.3.18; τῇ πίστει Ep.Col.1.23.
II destroy utterly, in Pass., -ωθέντα (θεμειλωθ- cod.)· ἐκ ῥιζῶν ἀρθέντα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1193] den Grund legen, gründen, N.T. LXX.; καλῶς θεμελιωθεῖσα βασιλεία D. Sic. 11, 68, vgl. 15, 1; τεθεμελίωτο ἐπὶ τὴν πέτραν Matth. 7, 25.

French (Bailly abrégé)

θεμελιῶ :
asseoir sur des fondements;
NT: rendre stable.
Étymologie: θεμέλιος.

Russian (Dvoretsky)

θεμελιόω: класть на основание, т. е. основывать, утверждать (ἐπὶ τὴν πέτραν NT): πύργους φοίνιξι θ. Xen. строить башни на основаниях из пальмового дерева; χαλῶς θεμελιωθείς Diod. хорошо упроченный, надежно построенный; ἐρριζωμένος καὶ τεθεμελιωμένος ἔν τινι NT укорененный и утвержденный в чем-л.

Greek (Liddell-Scott)

θεμελιόω: βάλλω τὰ θεμέλια, θεμελιώνω, πύργους… φοίνιξι θεμελιώσας Ξεν. Κύρ. 7. 5, 11, πρβλ. Ἐπιστ. π. Ἑβρ. 1. 10, κλ. - Παθ., τίθενται τὰ θεμέλιά μου Εὐαγγ. κ. Ματθ. ζ΄, 25, Ἐπιγραφ. παρὰ τῷ Keil σ. 196· μεταφ., βασιλεία καλῶς θεμελιωθεῖσα Διόδ. 11. 68· ἡγεμονία κάλλιστα τεθεμελιωμένη, ὁ αὐτ. 15. 1· ἐν ἀγάπῃ τεθ. Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. β΄, 18· τῇ πίστει Κολοσσ. α΄, 23. ΙΙ. ἀνατρέπω ἄρδην, «θεμελιωθέντα· ἐκ ῥιζῶν ἀρθέντα» Ἡσύχ.

English (Strong)

from θεμέλιος; to lay a basis for, i.e. (literally) erect, or (figuratively) consolidate: (lay the) found(- ation), ground, settle.

English (Thayer)

future θεμελιώσω; 1st aorist ἐθεμελίωσα; passive, perfect participle τεθεμελιωμενος; pluperfect 3rd person singular τεθεμελίωτο (R G; without augment cf. Winer's Grammar, § 12,9; (Buttmann, 33 (29); Tdf. Proleg., p. 121)); the Sept. for יָסַד; (from Xenophon down); to lay the foundation, to found: properly, τήν γῆν, τί ἐπί τί, Diodorus 11,68; 15,1) to make stable, establish (A. V. ground): of the soul (1st aorist optative 3rd person singular) but T, Tr marginal reading in brackets, the future); passive, Colossians 1:23.

Greek Monotonic

θεμελιόω: μέλ. -ώσω, βάζω τα θεμέλια, στερεώνω, θέτω γερά θεμέλια, σε Ξεν.· Παθ., έχω θέσει τα θεμέλια, τίθενται τα θεμέλια, σε Καινή Διαθήκη· μεταφ., βασιλεία καλῶς θεμελιωθεῖσα, σε Διόδ.· ἡγεμονία κάλλιστα τεθεμελιωμένη, στον ίδ.· ἐν ἀγαπῇ τεθεμελιωμένη, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

[from !θε, Root of τίθημι
to lay the foundation of, found firmly, Xen.:—Pass. to have the foundations laid, NTest.: metaph., βασιλεία καλῶς θεμελιωθεῖσα Diod.; ἡγεμονία κάλλιστα τεθεμελιωμένη Diod.; ἐν ἀγαπῇ τεθ. NTest.

Chinese

原文音譯:qemeliÒw 帖姆利俄哦
詞類次數:動詞(6)
原文字根:安放 照顧 相當於: (יָסַד‎)
字義溯源:立根基,有根基,建基,立基,建立,牢固,設立;源自(θεμέλιον / θεμέλιος)=根基);而 (θεμέλιον / θεμέλιος)出自(τίθημι)*=設立,安放)
出現次數:總共(6);太(1);路(1);弗(1);西(1);來(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 立了根基(1) 來1:10;
2) 建基(1) 彼前5:10;
3) 立定了根基(1) 西1:23;
4) 立基(1) 弗3:17;
5) 它立基(1) 路6:48;
6) 它建基(1) 太7:25