θύμον

English (LSJ)

[ῠ], τό, Arist.HA626b21, Pr.925a9, Thphr.HP6.2.3.: dual
A θύμω Pherecr.167: pl., θύμα Eup.14.5, Antiph.179.4: gen. θύμων Ar.Pl.283; θυμέων AP9.226.2 (Zonas):—also θύμος, ὁ, Dsc.3.36:—Cretan thyme, Thymbra capitata, ll.cc., Hp.Vict.2.54, al.; τὸ μύρον φάσκειν οὐδὲν τοῦ θ. ἥδιον ὄζειν Thphr. Char.4.1.
b a marine plant, Id.HP4.7.2.
2 mixture of thyme with honey and vinegar, eaten by the poor of Attica, Ar.Pl.253, cf. 283, Antiph.226.7, Luc.Fug.14, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1224] τό, = θύμος, Theophr.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
thym, plante.
Étymologie: θύω.

Russian (Dvoretsky)

θύμον: τό бот. тимьян (Thymus), по друг. - чабер (Satureja) Arst., Plut.

Spanish

tomillo

Greek (Liddell-Scott)

θύμον: ῠ, τό, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 48, Προβλ. 20. 20, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 2, 3· πληθ. θύμα Εὔπολ. Αἰξίν 1. 5, Ἀντιφάν. ἐν «Ὁμοπατρίοις» 1. 4· γεν. θύμων Ἀριστοφ. Πλ. 283· ὡσαύτως θύμος, ὁ, Διοσκ. 3. 44· θυμέων Ἀνθ. Π. 9. 226· - ὁ θύμος, τὸ θυμάρι, Λατ. thymus. (Ἐκ τοῦ θύω, διὰ τὴν γλυκεῖαν αὐτοῦ ὀσμήν, ἢ διότι κατὰ πρῶτον ἐχρησιμοποιήθη πρὸς καῦσιν ἐπὶ τοῦ βωμοῦ). 2) μῖγμα θύμου, μέλιτος καὶ ὄξους, ἐν μεγίστῃ χρήσει παρὰ τοῖς πένησι τῶν Ἀθηναίων, Ἀριστοφ. Πλ. 253· ἔνθα ἄλλοι ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς σημαῖνον τὸν νῦν ἐν πολλῇ χρήσει βολβόν, πρβλ. αὐτόθι 283, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 2, Θεόφρ. Χαρακτ. 4. - Καθ’ Ἡσύχ.: «θύμον· τὸ σκόροδον», κατὰ δὲ τὸν Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. «θύμους, οὓς οἱ κοινοὶ βολβοὺς ἢ ἀγριοκρόμμυά φασιν». ΙΙ. «πρὸς δὲ τῇ κεφαλῇ τῆς καρδίας ὄπισθεν κατὰ τὸν ἕβδομον σφόνδυλον ἔστι τις σάρξ ἀδένι ἐοικυῖα ἣ καλεῖται θύμος» Πολυδ. Β΄, 218, πρβλ. Γαλην. τ. 2. σ. 797, 16· ὡσαύτως καλεῖται σῦκον. 2) ἀδένες ἐν τοῖς μαστοῖς νεογνῶν ζῴων, τὰ «γλυκάδια» τῶν μόσχων, αὐτόθι.

Greek Monolingual

θύμον, τὸ και θύμος, ὁ (Α)
1. το φυτό θύμος, το θυμάρι, η θυμαριά, το χαμοδρούμπι
2. θαλάσσιο φυτό
3. μίγμα από θυμάρι, μέλι και ξίδι που συνήθιζαν να τρώνε οι φτωχοί Αθηναίοι
4. (κατά τον Ησύχ.) «θύμον
τὸ σκόροδον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύω (I) με τη σημασία «ευωδιάζω».
ΠΑΡ. αρχ. θυμίζω, θύμινον, θύμιον, θυμίτης, θυμόεις, θυμώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. θυμελαία, θυμοξάλμη
νεοελλ.
θυμόλη, θυμόμελι. (Β' συνθετικό) αρχ. επίθυμον].

Greek Monotonic

θύμον: [ῠ], τό ή θύμος, -έος, ὁ,
1. θυμός, σε Αριστοφ., κ.λπ.
2. μείγμα θυμαριού με μέλι και ξίδι, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.,
Meaning: thyme (IA)
Other forms: rarely -ος m.
Compounds: As 1. member in θυμ-ελαία f. name of a plant, perhaps Daphne Cnidium (Dsc., Plin.; cf. on ἐλαία) with -αΐτης (οἶνος) wine spiced with th. (Dsc.; vgl. Redard Les noms grecs en -της 96); θυμ-οξ-άλμη f. drink from thyme, vinegar and brine (Dsc.).
Derivatives: θύμιον = σμῖλαξ, also large wart (Hp., Dsc.; cf. Strömberg Pflanzennamen 97), θυμίτης spiced with th. (Ar., Dsc.; Redard 93 und 96), θύμινον (μέλι) from th. (Colum., Apul.), θυμόεις rich in th. (Choeril.), θυμώδης th.-like (Thphr.). Denomin. verb θυμίζω taste th. (sp. medic.), θυμιχθείς πικρανθείς H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Primary μο-deriv. from 2. θύω smoke (s. v.), because of the scent? (Strömberg Pflanzennamen 27); to my mind doubtful. A local plant name, so prob. Pre-Greek. - On θύμαλλος fish name s. v.

Middle Liddell

1. thyme, Ar., etc.
2. a mixture of thyme with honey and vinegar, Ar. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

θύμον: {thúmon}
Forms: selten -ος m.
Grammar: n.,
Meaning: Thymian (ion. att.).
Composita: Als Vorderglied in θυμελαία f. N. einer Pflanze, viell. Daphne Cnidium (Dsk., Plin.; vgl. zu ἐλαία) mit -αΐτης (οἶνος) ‘Wein mit Th. gewürzt’ (Dsk.; vgl. Redard Les noms grecs en -της 96); θυμοξάλμη f. Trank aus Thymian, Essig und Salzlake (Dsk.).
Derivative: Ableitungen: θύμιον = σμῖλαξ, auch Feigwarze (Hp., Dsk.; vgl. Strömberg Pflanzennamen 97), θυμίτης ‘mit Th. gewürzt’ (Ar., Dsk.; Redard 93 und 96), θύμινον (μέλι) ‘aus Th.’ (Colum., Apul.), θυμόεις ‘reich an Th.’ (Choeril.), θυμώδης ‘Th.-ähnlich’ (Thphr.). Denominatives Verb θυμίζω ‘Th. schmecken’ (sp. Mediz.), θυμιχθείς· πικρανθείς H.
Etymology: Zu θύμαλλος Fischname s. bes. Primäre μο-Ableitung von 2. θύω rauchen (s. d.), wegen des Geruchs (Strömberg Pflanzennamen 27). Vgl. zu θύμβρα.
Page 1,693

Translations

thyme

Albanian: trumzë, shtërmen; Akkadian: 𒄩𒋗𒌑.; Arabic: زَعْتَر‎, صَعْتَر‎, حَاشَا‎; Egyptian Arabic: زعتر‎; Aramaic Hebrew: חָשָׁא‎, חָאשָׁא‎; Syriac: ܚܫܐ‎, ܚܐܫܐ‎; Armenian: ուրց; Belarusian: чабор; Bulgarian: мащерка; Catalan: farigola, timó, tomello, timonet, tomell; Chinese Mandarin: 百里香, 麝香草; Cornish: kosfinel; Czech: mateřídouška, tymián; Danish: timian; Dutch: tijm; Esperanto: timiano; Estonian: liivatee; Finnish: timjami, ajuruoho; French: thym; Galician: tomiño, tormentelo, tromentelo; Georgian: ქონდარი; German: Thymian; Greek: θυμάρι; Ancient Greek: θύμον, θύμος; Greenlandic: tupaarnaq; Hebrew: תימין‎, קוֹרָנִית‎; Hungarian: kakukkfű; Icelandic: timjan; Ido: timiano; Irish: tím; Italian: timo; Japanese: タイム; Latin: thymum; Lithuanian: čiobrẽlis, čiõbras; Macedonian: тимијан, мајчина душичка, матерка; Manx: teim; Maori: tāima; Norwegian Bokmål: timian; Nynorsk: timian; Occitan: frigola; Persian: آویشن‎, حاشا‎; Polish: tymianek, macierzanka; Portuguese: tomilho, timo; Romanian: lămâioară, cimbru; Russian: тимьян, чабрец; Scottish Gaelic: tìom; Serbo-Croatian Cyrillic: тѝмија̄н; Latin: tìmijan; Sorbian Upper Sorbian: duška, babyduška, babina duška; Slovene: tȋmijan; Spanish: tomillo; Swedish: timjan; Tagalog: tomilyo; Tatar: чабыр; Turkish: kekik; Ukrainian: чебрець; Urdu: حاشا‎; Vietnamese: húng tây; Welsh: teim, gruw