ιδίωμα
Greek Monolingual
το (ΑΜ ἰδίωμα) ιδιούμαι
1. καθετί που αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα κάποιου, η ιδιότητα
2. επιμέρους διάλεκτος, υποκατηγορία διαλέκτου («η επτανησιακή διάλεκτος περιλαμβάνει το ιδίωμα της Ζακύνθου, το ιδίωμα της Κέρκυρας κ.λπ.»)
νεοελλ.
έξη, συνήθεια («έχει πολύ κακά ιδιώματα»)
μσν.
1. φύση, υπόσταση («χωρίζεται ο Θεός εις τρία μέρη, διά μέσου του χωρισμού... τών ιδιωμάτων τών τριών προσώπων»)
2. όψη, φυσιογνωμία
3. προσωπική περιουσία, ιδιοκτησία
4. ιδιοσυγκρασία
μσν.-αρχ.
ξεχωριστός, ιδιάζων, ασυνήθης τρόπος εκφράσεως
αρχ.
1. θέμα, αντικείμενο («τὸ ἰδίωμα τῆς πραγματείας»)
2. το ύφος («παιανικόν ιδίωμα»).