καταφρονώ

Greek Monolingual

(AM καταφρονῶ, -έω)
υποτιμώ, δεν λογαριάζω ως αξία κάποιον, περιφρονώ
μσν.
1. δεν δίνω σημασία, δεν φοβάμαι, αψηφώ, αδιαφορώ
2. κατακρίνω, κατηγορώ
3. (σχετικά με όρκο ή υπογραφή) παραβιάζω, αθετώ
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταφρονεμένος, -η, -ον
α) ταπεινός, ασήμαντος, τιποτένιος
β) (για ναό) παραμελημένος
γ) αξιοκατάκριτος, αναξιόπιστος
μσν.-αρχ.
συμπεριφέρομαι προσβλητικά
αρχ.
1. αποδίδω κάτι σε κάποιον ως κατηγορία
2. κατευθύνω τις σκέψεις μου σε κάτι, επιζητώ, επιδιώκω κάτι
3. συνέρχομαι, αποκτώ τις αισθήσεις μου
4. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ καταφρονοῦν
η καταφρόνηση.