κορδέλα
Greek Monolingual
η
1. λωρίδα, ταινία από μεταξωτό συνήθως ύφασμα ή από δέρμα ή από άλλη ύλη
2. μετρητική στενή ταινία πάνω στην οποία είναι τυπωμένες οι μετρικές μονάδες και οι υποδιαιρέσεις τους και η οποία χρησιμεύει για καταμέτρηση εκτάσεων
3. το πριόνι τών μηχανικών πριονιστηρίων που έχει σχήμα λωρίδας και το ίδιο το πριονιστήριο που έχει τέτοιο πριόνι
4. η κινηματογραφική ταινία
5. ελικοειδής δρόμος σε πλαγιά βουνού
6. ζωολ. κοινή ονομασία της ταινίας
7. φρ. «τράβα κορδέλα» — για δήλωση του ότι κάτι κακό ή απρεπές γίνεται συνεχώς και υπερμέτρως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cordella.
ΠΑΡ. νεοελλ. κορδελάκι, κορδελάς, κορδελιάζω].