κόσμημα
English (LSJ)
κοσμήματος, τό, ornament, decoration, especially in dress, X.Cyr.7.3.7, Luc.Salt.32, etc.; τὰ πολέμου κοσμήματα Pl.Lg.956 b; of adornments buried with the dead, BGU1024. iv 44 (iv A. D.): metaph., of the virtues, Luc.Im.11.
German (Pape)
[Seite 1491] τό, das Geschmückte, der Schmuck; τὸ πολέμου Plat. Legg. XII, 956 a; Xen. Cyr. 7, 3, 7; Sp., wie Luc. somn. 10.
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόσμημα -ατος, τό [κοσμέω] versiersel; overdr.: εἰ μὴ κεκόσμηται τοῖς δικαίοις κοσμήμασι als zij (schoonheid) niet getooid is met de juiste geestelijke kwaliteiten Luc. 43.11.
Russian (Dvoretsky)
κόσμημα: ατος τό украшение Xen., Luc.: τὰ πολέμου κοσμήματα Plat. воинские украшения.
Greek Monolingual
το (ΑM κόσμημα) κοσμώ
1. καθετί που χρησιμεύει για στολισμό, στόλισμα, στολίδι (α. «έβαλε ενέχυρο τα κοσμήματα της μητέρας του» β. «γυναικεῖα κοσμήματα», Πολυδ.)
2. (για πρόσ.) αυτός για τον οποίο μπορεί να καυχιέται κάποιος, καύχημα, καμάρι («ο άνθρωπος αυτός είναι το κόσμημα του χωριού του»)
νεοελλ.
1. τυπογραφικό διακοσμητικό σχέδιο που υπάρχει στο κείμενο ή στο εξώφυλλο βιβλίου ή άλλου εντύπου
2. διακοσμητική λεπτομέρεια ζωγραφικού πίνακα
3. μουσικοί φθόγγοι που παρεμβάλλονται σε μελωδία για πλουτισμό της
4. φρ. «κοσμήματα οροφής»
(πετρογρ.) προεκτάσεις ενός πετρώματος μέσα σε μια μαγματική διείσδυση που βρίσκεται κάτω από αυτό
αρχ.
στον πληθ. τὰ κοσμήματα
τα πολεμικά εμβλήματα («βάμματα δὲ μή προσφέρειν ἀλλ' ἢ πρὸς τὰ πολέμου κοσμήματα», Πλάτ.).
Greek Monotonic
κόσμημα: τό (κοσμέω), στολίδι, διακόσμηση, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
κόσμημα: τὸ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «στολίδι», ἰδίως ἐνδυμασίας, Ξεν. Κύρ. 7. 3, 7, Λουκ., κτλ.· τὰ πολέμου κοσμήματα Πλάτ. Νόμ. 956Α· ἐπὶ τῶν ἀρετῶν, Λουκ. Εἰκόν. 11.
Middle Liddell
κοσμέω
an ornament, decoration, Xen.