λεπρός

English (LSJ)

ά, όν,
A scaly, scabby, rough, of places, cj. Coraës in Hp.Aër.13, 24, etc.; so βουνὸς λ. Schwyzer 289.169 (Priene, ii B.C.); ἀκταὶ λ. Lyc.642; Λ. ἀκτή as pr.n., Hippon.47.
II leprous, Thphr. CP 2.6.4, LXX Le.13.44: as substantive, leper, Ev.Marc.1.40, etc.; λ. ὄνυχες, prob. psoriasis unguium, Hp.Liqu.4, Dsc.2.114; τὸ λ., = λέπρα, ἡ, LXX 4 Ki.5.11; ἱμάντας ἐκ λεπρῶν (sc. δερμάτων, for the toughest leather, acc. to Sch., was supposed to be made of mangy skins) Ar.Ach.724 (but Sch. prefers ἐκ Λεπρῶν, pr. n. of a Tannery outside the walls); λ. βαυβών Herod. 6.36.

German (Pape)

[Seite 30] (von λέπος, schuppig, mit Schuppen bedeckt), rauh, übh. auf der Oberfläche uneben, im Gegensatz von λεῖος; von Oertern, wie Bergen, Hippocr.; ἀκταί Lycophr. 642; πέτραι Opp. Hal. 3, 340; bes. von der Haut, mit Ausschlag, Aussatz behaftet, Theophr. – Bei Ar. Ach. 724 ἱμάντες ἐκ λεπρῶν, ist neben der Herleitung von der Stadt Λέπρεος eine komische Anspielung auf λέπειν 8 = τύπτειν, Schol.) od. auf einen Ort außerhalb der Stadt, wo Gerbereien waren, Schol.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
raboteux;
NT: lépreux.
Étymologie: λέπω.

Russian (Dvoretsky)

λεπρός: прокаженный NT.

Greek (Liddell-Scott)

λεπρός: -ά, -όν, (ἀντὶ λεπερός, ἐκ τοῦ λέπος)· ― πλήρης λεπίδων, τραχύς, ἀντίθετον τῷ λεῖος, ἐπὶ τόπων, ἀναγινωσκόμενον ὑπὸ τοῦ Κοραῆ ἐν Ἱππ. π. Ἀέρ. 79, 123, κτλ.· οὕτω, βουνὸς λ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2905D. 12. ΙΙ. ὁ ἔχων λέπραν, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 6, 4, Ἑβδ. κτλ.· λ. ὄνυχες, scabri ungues τοῦ Κέλσ., πιθ. psoriaris unguium, Ἱππ. 426, Διοσκ. 2. 140· τὸ λεπρὸν = λέπτρα, ἡ, Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Ε΄, 11)· - ἱμάντας ἐκ λεπρῶν, ἔνθα ὑπονοητέον δερμάτων, (ἐπειδή, ὡς λέγει ὁ Σχολ., τὰ τῶν λεπρῶν βοῶν δέρματα, καθὰ ἐλέγετο, ἦσαν ἰσχυρά), Ἀριστοφ. Ἀχ. 723 ὁ Σχολ. ὅμως προτιμᾷ τὴν γραφήν: ἐκ Λεπρῶν, νομίζων ὅτι τὸ Λεπρὸς (Λεπροί;) ἦτο «τόπος ἔξω τοῦ ἄστεως..., ἔνθα τὰ βυρσεῖα ἦν».

Spanish

hirsuto

English (Strong)

from the same as λέπρα; scaly, i.e. leprous (a leper): leper.

English (Thayer)

λεπροῦ, ὁ (as if for λεπερος, from λεπίς, λεπος, λεπρεος, τό, a scale, husk, bark);
1. in Greek writings scaly, rough.
2. specifically, leprous, affected with leprosy (the Sept. several times for מְצֹרָע and צָרוּעַ; (Theophrastus, c., p. 2,6, 4) see λέπρα): Mark 14:3.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM λεπρός, -ά, -όν, Α θηλ. και λεπράς, -άδος)
αυτός που έχει προσβληθεί από λέπρα («ἄνθρωποι λουόμενοι, λεπροὶ γίγνονται», Θεόφρ.)
αρχ.
1. γεμάτος λέπια, τραχύς (α. «ἀκταὶ λεπραί», Λυκόφρ.
β. «πέτρα τε τέτυκται λεπράς», Θεόκρ.)
2. το θηλ. ως ουσ. (στον β' τ.) ἡ λεπράς
απόκρημνος βράχος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ λεπρόν
η λέπρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέπω «ξεφλουδίζω» + επίθημα -ρός (πρβλ. εχθρός, λαμπρός). Η αρχική σημ. της λ. ήταν «γεμάτος λέπια, τραχύς», ενώ στη συνέχεια πήρε τη σημ. «αυτός που πάσχει από λέπρα», λόγω της υφής του δέρματος τών προσβεβλημένων από την ασθένεια αυτή. Τις λ. λεπρός, λέπρα δανείστηκαν διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες μέσω ενός λατ. leprae, πρβλ. αγγλ. leper, leprosy].

Greek Monotonic

λεπρός: -ά, -όν (λέπω), λεπιδωτός, γεμάτος λέπια, τραχύς, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

λεπρός, ή, όν λέπω
scaly, scabby, rough, leprous, Ar.

Chinese

原文音譯:leprÒj 累普羅士
詞類次數:形容詞(9)
原文字根:脫皮(者) 相當於: (צָרַע‎)
字義溯源:多鱗的,痲瘋病人,長大麻瘋的;源自(λέπρα)=痲瘋病);而 (λέπρα)出自(λεπίς)=薄片);而 (λεπίς)出自(λεπτός)X*=皮)
出現次數:總共(9);太(4);可(2);路(3)
譯字彙編
1) 長大痲瘋的(4) 太10:8; 太11:5; 路7:22; 路17:12;
2) 一個長大痲瘋的(2) 太8:2; 可1:40;
3) 長大痲瘋(2) 太26:6; 可14:3;
4) 長大痳瘋的(1) 路4:27

Léxico de magia

-όν hirsuto de un cerdo ἤτω δὲ σπάθη ἀπὸ συὸς μέλανος, λεπροῦ, ἐκτομιαίου que la paletilla sea de un cerdo negro, hirsuto, castrado P IV 3118