μίμαρκυς
English (LSJ)
[ῐ], ἡ, hare-soup or jugged hare, with the blood of the animal in it, Ar.Ach.1112, Pherecr.221, Diph.1.
French (Bailly abrégé)
υος (ἡ) :
civet de lièvre ; ou d'autres animaux.
Étymologie: emprunt -- DELG cf. a-sax. mearh « saucisse ».
German (Pape)
[Seite 186] μίμαρκις u. μίμαρκυς, Hasenklein, Zubereitung der Eingeweide des Hafen mit seinem Blute; auch von anderen Tieren; Ar. Ach. 1077; Diphil. bei Ath. IX, 401 a; vgl. Schol. Ar. a. a. O.; VLL.
Russian (Dvoretsky)
μίμαρκις или μίμαρκυς, υος (ῐ) ἡ кулин. заячьи потроха Arph.
Greek (Liddell-Scott)
μίμαρκυς: [ῐ], ἡ, «κοιλία καὶ ἔντερα τοῦ ἱερείου μεθ’ αἵματος σκευαζόμενα, μάλιστα δὲ ἐπὶ λαγῶν, ὁτὲ δὲ καὶ ἐπὶ ὑός. ὁ δὲ Φερεκράτης παίζων καὶ ἐπὶ ὄνου φησὶ» Ἡσύχ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 1112, Δίφιλ. ἐν «Ἀγνοίᾳ» 1 (Ἀθήν. 401Α). (Λέξις ξενική: ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ὡσαύτως μίμαρκις).
Greek Monolingual
μίμαρκυς, -άρκυος, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κοιλία καὶ ἔντερα τοῦ ἱερείου μεθ' αἵματος σκευαζόμενα, μάλιστα δὲ ἐπὶ λαγῶν, ὁτὲ δὲ καὶ ἐπὶ ὑός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ., πιθ. σχηματισμένη με διπλασιασμό. Κατά μία άποψη, η λ. έχει ινδοευρωπαϊκή προέλευση (ΙΕ ρίζα marku- ή morku-) και συνδέεται με αγγλοσαξ. mearh «λουκάνικο», νορβ. mor «λουκάνικο από εντόσθια», αρχ. ισλδ. morr «λίπος από εντόσθια», χετιττ. markanzi «κομματιάζουν». Κατ' άλλη άποψη, πιο πιθανή, πρόκειται για δάνεια λ. από τη Χετιττική ή από κάποια μικρασιατική γλώσσα].
Greek Monotonic
μίμαρκυς: [ῐ], ἡ, σούπα από λαγό, ή βραστός λαγός σε πήλινο σκεύος, με το αίμα του μαζί, σε Αριστοφ. (ξένη λέξη).
Frisk Etymological English
-υος
Grammatical information: f.
Meaning: hare-soup, jugged hare from the intestines with their blood (com.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Seems to have reduplication (Schwyzer 423 w. n. 8). A striking, hardly accidental agreement shows a synonymous Germ. word, OE mearh sausage, Norw. mor meat-sausage from intestines, OWNo. mǫrr the fat inside a slaughtered animal etc., PGm. *márhu-, IE *márku- or *mórku- (Lidén IF 18, 407f., KZ 41, 398f., Meijerbergs Arkiv 1 [Göteborg 1939] 76 ff.); it must then be a very old anatomical expression of cattle-breeders; cf. ἤνυστρον. Further connections are Hitt. mark-, e.g. 3. pl. markanzi they cut apart. Not here (thus Chantr.) Lat. murcus maimed (WP. 2, 278, Pok. 737, also W.-Hofmann s. marceō). Acc. to Neumann Heth. u. luv. Sprachgut 85 f. μίμαρκυς would have been a loan from Hitt. or another IE Anat. language. - I agree with Fur. 366 n. 95 that the word cannot be IE; the redupl. is clearly Pre-Greek. (DELG reference must be Pok. 737.)
Frisk Etymology German
μίμαρκυς: -υος
{mímarkus}
Grammar: f.
Meaning: ‘Eingeweide geschlachteter Tiere, bes. Hasen, mit Blut angemacht’ (Kom.).
Etymology: Scheint eine Reduplikation zu enthalten (Schwyzer 423 m. A. 8). Eine schlagende, wohl kaum zufällige Ähnlichkeit zeigt ein synonymes germ. Wort, ags. mearh Wurst, norw. mor Fleischwurst aus Kaldaunen, awno. mǫrr das Fett im Innern eines geschlachteten Tieres usw., urg. *márhu-, idg. *márku- od. *mórku- (Lidén IF 18, 407f., KZ 41, 398f., Meijerbergs Arkiv 1 [Göteborg 1939] 76 ff.); es muß sich dann um einen uralten tieranatomischen Ausdruck der Viehzüchter handeln; vgl. ἤνυστρον. Weitere Anknüpfungen wie heth. mark-, z.B. 3. pl. markanzi sie zerschneiden, lat. murcus verstümmelt bei WP. 2, 278, Pok. 737, auch W.-Hofmann s. marceō. Nach Neumann Heth. u. luv. Sprachgut 85 f. wäre μίμαρκυς aus dem Heth. oder aus einer anderen idg. kleinas. Sprache entlehnt.
Page 2,238
Middle Liddell
μῐ́μαρκυς, υος, ἡ,
hare-soup or jugged hare, with the blood of the animal in it, Ar. [A foreign word.]