μετέλευσις

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A sequence, succession, χρόνων Vett.Val.219.11.
II Medic., change of treatment, Sor.2.15,29.

Greek (Liddell-Scott)

μετέλευσις: -εως, ἡ, καταδίωξις, ἢ τιμωρία, Ἰουστῖν. Μάρτ. σ. 64, ἔκδ. Thirlb. II. μετάβασις, Σωρ. Ἐφ., ἔκδ. Erm. σ. 210. 235.

Greek Monolingual

μετέλευσις, ἡ (Α)
1. διαδοχική παρέλευση, διαδοχή
2. (στην ιατρική) αλλαγή θεραπείας
3. καταδίωξη ή τιμωρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἔλευσις «ερχομός»].

Translations

succession

Bulgarian: последователност, редуване; Dutch: opeenvolging; Finnish: seuraaminen; French: succession; Galician: sucesión; Georgian: თანმიმდევრობა; Greek: διαδοχή; Ancient Greek: ἀκολουθία, ἄμειψις, ἀμοιβή, ἀναδοχή, ἀπόβασις, διάδεξις, διαδοχή, διαλλαγή, εἱρμός, ἔκδεξις, ἐκδοχή, ἐξαλλαγή, μετέλευσις, ὑπεισέλευσις; Hungarian: sorozat, sorra/egymásra következés, egymásután; Italian: successione; Maori: tauatanga, raupapatanga; Norwegian Bokmål: suksesjon; Nynorsk: suksesjon; Portuguese: sucessão; Romanian: succesiune; Russian: следование; Spanish: sucesión