ἄμειψις
English (LSJ)
ἀμείψεως, ἡ, (ἀμείβω)
A exchange, interchange, Plb.10.1.5; ἐν ἀμείψει τῶν τάξεων Plu.Arist.16; ὀνομάτων Anon. in SE46.25: succession, τῶν γενῶν Plu.Sull.7; change, τῆς χρόας Id.2.978d.
II requiting, repaying, [τῶν εὐεργετημάτων] Inscr.Prien.105.18.
2 repartee, Plu.2.803c.
Spanish (DGE)
ἀμείψεως, ἡ
1 intercambio c. sent. comercial τὰς ἀμείψεις καὶ τὰς οἰκονομίας πρὸς πάντας ... ποιεῖσθαι Plb.10.1.5, ποιοῦσι (οἱ ποταμοί) τάς τε κομιδὰς καὶ τὰς ἀμείψεις ... λυσιτελεῖς D.H.1.37, ἀμείψεις ἐποιοῦντο τῶν ὠνίων D.H.7.58, ἡ μὲν ἀριθμητικὴ (εὔχρηστον) πρὸς ... ἀμείψεις καὶ κοινωνίας Nicom.Ar.1.3.7
•en sent. gener. cambio ἐν ἀμείψει τῶν τάξεων ἦσαν éstos estaban cambiando (de lugar) las formaciones Plu.Arist.16, ἄμειψις χάριτος = intercambio de favores D.S.21.17, ἄμειψις ὀνομάτων Anon.in SE 46.25.
2 cambio τῆς χρόας Plu.2.978e
•en fil. κατὰ τὴν ἄμειψιν ταύτην καὶ τὴν εἰς ἄλληλα ἐν μέρει μεταβολὴν Alex.Aphr. en Simp.in Ph.1125.6, ἡ κίνησις γὰρ τόπων ἐστὶ μεταβολὴ καὶ ἄμειψις κατὰ τὸ συνεχές Phlp.in Ph.567
•en sent. monetario ἡ τῶν ἀσσαρίων ἄμειψις OGI 484.12 (Pérgamo I a.C.)
•gen. ἀμείψεως = a cambio παρέλαβον ... κριθῆς καθαρᾶς ... ἀμείψεως σίτου ... ἀρτάβας χειλίας = he recibido mil artabas de cebada limpia a cambio del trigo, PCair.Isidor.47.44 (IV a.C.).
3 relevo de una cuadrilla de mineros PFlor.3.7, 16 (III a.C.), de funcionarios o liturgias PLond.1248.20 (IV a.C.), POxy.1425.7 (IV a.C.)
•sucesión, turno τῶν γενῶν la sucesión de las edades Plu.Sull.7.
4 recompensa ἄμειψις (τῶν εὐεργετημάτων) IPr.105.18, ἄμειψις ἀρετῆς = recompensa por la virtud Phlp.in de An.111
•pago ἀργυρικὴ ἄμειψις D.S.3.47, ἐβένους ἀντέδωκαν ἀμείψεις σου te dieron ébano en pago Sm.Ez.27.15.
5 réplica περὶ τὰς ἀμείψεις καὶ τὰς ἀπαντήσεις Plu.2.803c.
German (Pape)
[Seite 121] ἡ, Tausch, Pind. frg. 6; Pol. 10, 1, Vergeltung, ἀργυρική, Bezahlung in Silber, Diod. S. 4, 47; Veränderung, Plut. Syll. 7 Arist. 16; Antwort, Plut. reip. ger. pr. 7.
French (Bailly abrégé)
ἀμείψεως (ἡ) :
1 échange;
2 succession;
3 réponse.
Étymologie: ἀμείβω.
Russian (Dvoretsky)
ἄμειψις: ἀμείψεως ἡ
1 мена, обмен Pind.: αἱ ἀμείψεις πρός τινα Polyb. меновая торговля с кем-л.; ἡ ἀργυρικἡ ἄ. Diod. обмен (товаров) на серебро;
2 смена (τῶν τάξεων Plut.);
3 ответ (ἀμείψεις καὶ ἀπαντήσεις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄμειψις: ἀμείψεως, ἡ, (ἀμείβω) ἀλλαγή, ἀνταλλαγή, Πολύβ. 10. 1, 5· ἐν ἀμείψει τῶν τάξεων, καθ’ ἣν ὥραν ἀλλάσσονται αἱ τάξεις, Πλουτ. Ἀριστείδ. 16: - μεταλλαγή, διαδοχή, ὁ αὐτ. Σύλλ. 7. ΙΙ. ἀνταπόδοσις, ὅθεν καὶ ἀπόκρισις, ὁ αὐτ. 2. 803C.
Greek Monolingual
ἄμειψις (ἀμείψεως), η (Α) ἀμείβω
1. αλλαγή, ανταλλαγή
2. μεταβολή, αλλοίωση
3. διαδοχή
4. ανταπόδοση
5. εύστροφη απάντηση, ανταπάντηση.
Greek Monotonic
ἄμειψις: ἀμείψεως, ἡ (ἀμείβω),
1. αλλαγή, ανταλλαγή, σε Πλούτ.
2. εναλλαγή, διαδοχή, στον ίδ.
Middle Liddell
ἀμείβω
1. exchange, interchange, Plut.
2. change, succession, Plut.