ναυαγός
English (LSJ)
ναυαγόν, Ion. ναυηγός (also in late Prose, Alciphr.1.18),
A shipwrecked, Hdt.4.103, E.Hel.408, Philem.213.3; ναυαγοὺς ἀναιρεῖσθαι = pick up shipwrecked men, X.HG1.7.4; ναυαγὸς τάφος, i.e. a watery grave, AP7.76 (Diosc.); ναυαγὸς μόρος ib.9.84 (Antiphan.).
2 Act., causing shipwreck, ἄνεμοι ib. 105.
II (ἄγω) = ναύαρχος, Euph.158.
German (Pape)
[Seite 230] ion. ναυηγός, Her. 4, 103, – 1) dem das Schiff zerbrochen, schiffbrüchig; ναυαγὸν ἐκπεσόντα, Eur. Hel. 546, öfter; Philem. bei Stob. fl. 30, 4; οὐκ ἀνείλοντο τοὺς ναυαγούς, Xen. Hell. 1, 7, 4; oft bei Sp.; auch ναυηγὸς μόρος, Antiphan. 6 (IX, 84). – Auch übertr., verunglückt, zu Schaden gekommen. – 2) ein Schiff führend, lenkend, Euphorion fr. 111 in Phot. bibl. 532 b 20; vgl. Suid. u. Lob. Phryn. 429; aber ναυηγοὶ ἄνεμοι, Ep. ad. 383 (IX, 105), vergleicht Mein. zu Euphor. richtig mit naufragum mare des Hor.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui fait ou qui a fait naufrage, naufragé.
Étymologie: ναῦς, ἄγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ναυᾱγός: ион. ναυηγός 2 ἄγνυμι
1 потерпевший кораблекрушение (ναυαγοὺς ἀναιρεῖσθαι Xen.): ναυηγὸν ἔχειν τάφον Anth. быть погребенным на дне моря (в результате кораблекрушения);
2 вызывающий кораблекрушение, губящий корабли (ἄνεμοι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ναυᾱγός: -όν, Ἰων. ναυηγός, - τύπος ἐν χρήσει καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Ἀλκίφρων 1. 18· (ἄγνυμι, ἔᾱγα)· - ὁ παθὼν ναυάγιον, ὁ ναυαγήσας, Λατ. naufragus, Σιμωνίδ. (;) 182, Ἡρόδ. 4. 103, Εὐρ. Ἑλ. 408· ναυαγοὺς ἀναιρεῖσθαι, σῴζειν τοὺς ναυαγήσαντας, Ξεν. Ἑλ. 1. 7, 4· καλυφθεὶς κύμασι ναυηγὸν σχέτλιος ἔσχε τάφον, δηλ. τὴν θάλασσαν, Ἀνθ. Π. 7. 76· οὕτω, ν. μόρος αὐτόθι 9. 84. 2) ἐνεργ., ὁ προξενῶν ἢ ἐπιφέρων ναυάγιον, ἄνεμοι αὐτόθι 9. 155. ΙΙ. (ἄγω) = ὁ τὴν ναῦν ἄγων, ὁ τῆς νεὼς ἀρχηγός, ἐν χρήσει σχολαστικῇ παρ’ Εὐφορίωνι ἐν Ἀποσπ. 111.
Greek Monolingual
ο και η (ΑΜ ναυαγός, -όν, Α ιων. τ. ναυηγός)
αυτός που ναυάγησε, καραβοτσακισμένος («οὐκ ἀνείλοντο τοὺς ναυαγούς», Ξεν.)
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει αποτύχει στη ζωή του («είναι ένας ναυαγός του έρωτα»)
αρχ.
1. ως ουσ. αυτός που οδηγεί το πλοίο, ο καπετάνιος, ο κυβερνήτης
2. ως επίθ. ναυαγός, -όν
1. αυτός που επιφέρει ναυάγιο («ναυηγοί ἄνεμοι», Ανθ. Παλ.)
2. φρ. α) «ναυηγός τάφος» — υγρός τάφος, η θάλασσα
β) «ναυηγός μόρος» — πνιγμός, θάνατος σε ναυάγιο, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς + -ăγός (< ἄγνυμι, «σπάζω») με έκταση του βραχέος ă εν συνθέσει ή κατ' επίδραση του μακρού ᾱ τών κατᾱγνυμι, κατέᾱξα. Αξιοσημείωτος ο σημασιολογικά παράλληλος σχηματισμός της Λατινικής nau-fragus, νόθο σύνθ. από το θ. nau- (πρβλ. nau-ta < ελλ. ναύ-της) + -fragus (< frango «σπάζω»)].
Greek Monotonic
ναυᾱγός: -όν, Ιων. ναυ-ηγός (ἔ-αγα, παρακ. του ἄγνυμι)·
1. αυτός που ναυάγησε, που ξεβράστηκε στην παραλία, Λατ. naufragus, σε Ηρόδ., Ευρ.· ναυαγοὺς ἀναιρεῖσθαι, περισυλλέγω θύματα ναυαγίου, σε Ξεν.· ναυαγὸς τάφος, τάφος ναυαγών, δηλ. η θάλασσα, σε Ανθ.
2. Ενεργ., αυτός που προκαλεί ναυάγιο, ἄνεμοι, στον ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: shipwrecked person (Hdt.);
Other forms: Ion. -ηγός
Derivatives: ναυ-αγέω, -ηγέω be shipwrecked, -αγία, -ηγία f. shipwreck, -άγια, -ήγια n. pl. (rarely sg. -ιον) wreck (of a ship) (IA.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Synthetic compp. of ναῦς and ἄγνυμι, ἀγῆναι break with lengthening of the α-vowel, partly through compositional lengthening or analogy (thus certainly in Ion. -ηγ-), partly also after κατ-άγνυμι, ἔαγα; cf. Schwyzer 190 a. 439, Björck Alpha impurum 42 a. 147.
Middle Liddell
ναυ-ᾱγός, όν ἔαγα perf. of ἄγνυμι
1. shipwrecked, stranded, Lat. naufragus, Hdt., Eur.; ναυαγοὺς ἀναιρεῖσθαι to pick up the shipwrecked men, Xen.; ν. τάφος the grave of the shipwrecked, i. e. the sea, Anth.
2. act. causing shipwreck, ἄνεμοι Anth.
Frisk Etymology German
ναυαγός: {nauāgós}
Forms: ion. -ηγός
Grammar: m.
Meaning: Schiffbrüchiger;
Derivative: daneben ναυαγέω, -ηγέω Schiffbruch leiden, -αγία, -ηγία f. Schiffbruch, -άγια, -ήγια n. pl. (selten sg. -ιον) Schiffstrümmer, Wrack (ion. att.).
Etymology: Synthetische Kompp. (Zusammenbildungen) von ναῦς und ἄγνυμι, ἀγῆναι zerbrechen mit Verlängerung des α-Vokals, teils infolge kompositioneller Dehnung bzw. Analogie (so sicher in ion. -ηγ-), teils auch nach κατάγνυμι, ἔαγα; s. dazu Schwyzer 190 u. 439, Björck Alpha impurum 42 u. 147.
Page 2,291
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό ναῦς + ἄγνυμι (=σπάνω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ναῦς.
Translations
shipwrecked
Catalan: nàufrag; Danish: skibbruden; Faroese: skipbrotin; Finnish: haaksirikkoinen; French: naufragé; German: schiffbrüchig; Greek: ναυαγός; Ancient Greek: ναυαγός, ναυηγός; Hindi: ध्वस्तपोत, पोतभंग; Latin: naufragus; Maori: paeārau; Old English: forliden; Spanish: náufrago, naufragado; Swedish: skeppsbrute