νείκος
Greek Monolingual
νεῖκος, τὸ (Α)
1. έριδα, φιλονικία («οὐδὲν ἔτι πλέον ἐγένετο τούτων ἐς νεῖκος φέρον Ἴωσι», Ηρόδ.)
2. λογομαχία, ύβρη («Αἶαν νεῖκος ἄριστε, κακοφραδές», Ομ. Ιλ.)
3. δικαστικός αγώνας, διαφορά, φιλονικία σε δίκη («κρίνων νείκεα πολλά δικαζομένων αἰζηῶν», Ομ. Οδ.)
4. διαταραχή τών σχέσεων μεταξύ εθνών, πόλεμος
5. η προσφυγή στην εξουσία
β. μάχη, συμπλοκή, αγώνας
7. η αιτία της έριδας
8. (στη φιλοσοφία του Εμπεδοκλέους) η μία από τις δύο δημιουργούς δυνάμεις του κόσμου (νεῖκος
φιλότης).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα nēik-, «επιπίπτω εξορμώ», οπότε συνδέεται με ΙΕ τ., όπως λιθουαν. ap-nikti, su-nikti «επιπίπτω», και λεττον. nikns «βίαιος». Απίθανη η συγγένειά του με το νίκη.