πάραυλος
English (LSJ)
(A), ον, (αὐλή)
A dwelling beside, π. οἰκίσαι τινά on the borders, S.OC785; τίνος βοὴ π. ἐξέβη νάπους; close at hand, Id.Aj.892; ἔνθ' ἡ πάροικος πηλαμὺς χειμάζεται π. Ἑλλησποντίς Id.Fr.503.
II μίτρη π. dub. sens. in Michel832.18(Samos, iv B.C.).
(B), ον, (αὐλός)
A discordant, out of tune, μέλη Com.Adesp.1254 = Trag.Adesp.93.
II = παρεξηυλημένος, Eust.1597.26.
German (Pape)
[Seite 505] daneben vorbeiflötend, dah. mißhellig, abstimmig, μέλη, poet. bei Ath. IV, 164 f. daneben seiend od. wohnend, ἥκεις ἔμ' ἄξων, οὐχ ἵν' εἰς δόμους ἄγῃς, ἀλλ' ὡς πάραυλον οἰκίσῃς, Soph. O. C. 785, Schol. ἐν ἀγροῖς, vgl. Ai. 892, welche Stelle aber schon von den Alten auch zum Folgdn gezogen wurde.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
qui habite auprès, ou selon d'autres en plein air, dans les champs.
Étymologie: παρά, αὐλή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάραυλος -ον [παρά, αὐλή] in de buurt.
Russian (Dvoretsky)
πάραυλος: рядом обитающий, соседний (πάραυλόν τινα οἰκίζειν Soph.); βοὴ π. Soph. близко раздающийся крик.
Greek Monolingual
(I)
-ον, Α
αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κοντά στην αυλή ή αυτός που προέρχεται από κοντινή απόσταση («τίνος βοή πάραυλος ἐξέβη νάπους;» — ποια βοή έφθασε εδώ από το κοντινό δάσος; Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + αὐλή.
(II)
-ον, Α
1. αυτός που παίζει τον αυλό με παραφωνία, ο ασύμφωνος με τον ήχο του αυλού, κακόφωνος, παράφωνος, φάλτσος («ἐκπέμπει μέλη πάραυλα», Τραγ. αδέσπ.)
2. (κατά τον Ευστ.) «παρεξηυλημένος», σχεδόν όμοιος με τον ήχο του αυλού, οξύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + αὐλός.
Greek Monotonic
πάραυλος: -ον (αὐλή), αυτός που κατοικεί δίπλα, πάραυλον οἰκίζειν τινά, τοποθετώ κάποιον στα σύνορα της χώρας, σε Σοφ.· βοὴ πάραυλος, φωνή που έφτασε εδώ δίπλα, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
πάραυλος: -ον, (αὐλὴ) ὁ κατοικῶν παρὰ τὴν αὐλήν, πλησίον, κεις ἔμ’ ἄξων οὐχ ἵν’ ἐς δόμους ἄγῃς, ἀλλ’ ὥς πάραυλον οἰκήσῃς, πλησίον παρὰ τὰ ὅρια, Σοφ. Ο. Κ. 785· τίνος βοὴ πάραυλος ἐξέβη νάπους; ἔφθασεν ἕως ἐδῶ ἐκ τοῦ δάσους; ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 892· πηλαμύς, πάραυλος Ἑλλησποντίς, γείτων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 446.
Middle Liddell
πάρ-αυλος, ον, αὐλή
dwelling beside, πάραυλον οἰκίζειν τινά to place one on the borders (of a land), Soph.; βοὴ πάραυλος a cry close at hand, Soph.