πάρευνος

English (LSJ)

πάρευνον, lying beside or with, bedfellow, Ion Eleg. 2.9: metaph., πῆμα πατρὶ πάρευνον A.Th.1009 (ly??).

German (Pape)

[Seite 519] bei Einem im Bette liegend, schlafend, Gatte, Gattinn, Ion bei Ath. XI, 463 c; übertr., Aesch. ἰὼ πῆμα πατρὶ πάρευνον, Spt. 995, Schol. οἰκεῖον, ἐξ ἐκείνου γενόμενον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon ou compagne de lit ; subst. époux, épouse.
Étymologie: παρά, εὐνή.
Syn. γαμετή, δάμαρ, εὐνήτρια, παράκοιτις, ξυνάορος, σύγκοιτος, σύζυγος, ἄκοιτις, ἄλοχος, εὖνις², εὐνήτειρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάρευνος -ον [παρά, εὐνή] het bed delend; overdr.. πῆμα πατρὶ πάρευνον rampspoed die met hun vader slaapt Aeschl. Sept. 1004.

Russian (Dvoretsky)

πάρευνος: досл. лежащий рядом, перен. сроднившийся, близкий (πῆμα Aesch.).

Spanish

compañero de cama

Greek Monolingual

-ον Α
1. αυτός που κοιμάται δίπλα σε κάποιον ή μαζί με κάποιον, σύζυγος
2. μτφ. αυτός που βρίσκεται πάντοτε μαζί με κάποιον ή αυτός που είναι πάντοτε κοντά σε κάποιον, ο σύντροφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + εὐνή «κρεβάτι»].

Greek Monotonic

πάρευνος: -ον (εὐνή), αυτός που ξαπλώνει δίπλα ή μαζί, σύζυγος· μεταφ., πῆμα πατρὶ πάρευνον, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πάρευνος: -ον, ὁ ὁμοῦ μετά τινος, ἢ πλησίον τινὸς εὐναζόμενος, σύνευνος, Ἴων παρ’ Ἀθην. 463C· - μεταφορ., πῆμα πατρὶ πάρευνον Αἰσχύλ. Θήβ. 1004.

Middle Liddell

πάρ-ευνος, ον, εὐνή
lying beside or with:—metaph., πῆμα πατρὶ πάρευνον Aesch.

Léxico de magia

-ον compañero de cama de Isis κλῦθί τε, αἱμύλε, <κρ>υπτὲ πάρευνε, σαῶτι Ὀσίρεως y escucha tú, seductora, oculta compañera de cama, salvadora de Osiris P XXIII 2