πέπειρος
English (LSJ)
πέπειρον,
A ripe, of fruit, Thphr.CP3.6.9 (Comp.), LXX Ge.40.10, AP12.185 (Strat.); of girls, opp. νέαι, v.l. in Ar.Ec.896; παρθένοι Plu.Comp.Lyc.Num. 4, cf. Lyc. 15; φιλέουσι πέπειρος AP12.9 (Strat.).
2 metaph., of persons, mild, πεπειροτέρους γεγονότας D.H.9.49.
3 πέπειρος νοῦσος = a disease come to its crisis, Hp.Acut.39; also πεπειρότερον πτύελον = more concocted spittle, Id.Epid.2.3.4.
German (Pape)
[Seite 559] gew. 2 Endgn (wie πέπων u. πέπανος, mit πέπτω zusammenhangend), reif; bes. von Früchten; auch von Menschen, dem νέος entgeggstzt, Ar. Eccl. 896; – übertr., ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα, Soph. Trach. 728, wo der Sehol. πεπεμμένη, πραεῖα erkl., mild, sanft; oft in der Anth. im eigtl. Sinn, u. übertr., bes. von mannbaren Mädchen, vgl. Plut. Lyc. 15; Onest. 1 (V, 20); Strat. 8. 27 (XII, 9. 185).
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
I. mûr;
II. fig. 1 en parl. de pers. mûr pour qch (pour le mariage, etc.);
2 en parl. de choses mûr, formé ; adouci, apaisé, calmé.
Étymologie: pê primit. fém. πέπειρα de πέπων, c. πίειρα de πίων ; postér. masc. πέπειρος formé sur le fém.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέπειρος -ον [πέπειρα] rijp (van vruchten etc.):. ἀχράδες... πέπειροι rijpe peren Hp. Vict. 2.55; οἱ ὄζοντες... πεπειρότεροί εἰσι (de wijnen) met bouquet zijn rijper Hp. Vict. 2.52. rijp (van leeftijd):. ἐν ταῖς πεπείροις bij rijpe vrouwen Aristoph. Eccl. 896; ἐγάμουν... οὐ μικρὰς οὐδ’ ἀώρους, ἀλλὰ καὶ ἀκμαζούσας καὶ πεπείρους men huwde geen kleine of te jonge meisjes, maar vrouwen in de bloei en rijpheid van hun leven Plut. Lyc. 15.4. geneesk. rijp, op het hoogtepunt:. πρὶν ἢ πέπειρον τὴν νοῦσον γενέσθαι voordat de ziekte op haar hoogtepunt is Hp. Acut. 39.
Russian (Dvoretsky)
πέπειρος: (f тж. πέπειρα)
1 спелый (σῦκα Anth.);
2 созревший, зрелый (παρθένοι Plut.);
3 смягчившийся, утихший (ὀργή Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
πέπειρος: -ον, ἐν Σοφ. Τρ. 728 ὡσαύτως α, ον:- ὡς τὸ πέπων, ὥριμος, Λατ. maturus, ἐπὶ καρπῶν, π. Φυτ. Αἰτ. 3. 6, 9. Ἀνθ. Π. 12. 185˙ - ἐπὶ κορασίων, ἀντίθετον τῷ νέαι, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 896˙ τοῦ Λυκούργου πεπείρους καὶ ὀργώσας (παρθένους) νυμφεύοντος Πλουτ. Λυκ. καὶ Νουμ. Σύγκρ. 4, πρβλ. Λυκοῦργ. 15˙ φιλέουσι πέπειρος Ἀνθ. Π. 12. 9, πρβλ. Ἀνακρ. 87. 2) μεταφορ., καταπραϋνθείς, ὀργὴ Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. 3) π. νόσος, ἀσθένεια ἐλθοῦσα εἰς τὸ κρίσιμον αὐτῆς σημεῖον, Ἱππ. περὶ Ὀξ. Διαίτ. 390˙ πεπειρότερον, μετὰ ἀφθονωτέρου πύου, ὁ αὐτ. 1024Α. [θηλ. πέπειρᾰ κατὰ Δράκοντα 79. 20, Χοιροβοσκ. 220. 18. Ὁ Εὐστ. καὶ ὁ Μέγ. Ἐτυμολόγος μνημονεύουσιν ἐκ τοῦ Ἀνακρ. ἔνθ’ ἀνωτ. Ἰαμβικήν τινα κατάληξιν καὶ πέπειρα γίγνομαι ἢ γενομένη, ἔνθα ὁ Bgk. πέπειρος ἐγενόμην. Ὁ Ἱππ. καὶ ὁ Ἀριστοφ. ἔχουσι πέπειρος (ἀλλὰ τὸ Ραβ. Ἀντίγραφον τοῦ Ἀριστοφ. ἔχει πεπείραις), οὕτω καὶ ὁ Πλούτ. κλ.˙ - Ἴσως ἐκ τῆς ἀναλογίας τοῦ πίων, πίειρα παρελήφθη τὸ πέπειρα, ὡς ἐκ τοῦ πέπων.] - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θʹ, σ. 103, 109, 110-114, 119.
Greek Monolingual
-α, -ον, Α
1. (για καρπούς) ώριμος, γινωμένος
2. το θηλ. πεπείρα
α) ηλικιωμένη
β) αυτή που είναι σε ηλικία γάμου
3. μτφ. α) (για πρόσ.) ήπιος, μειλίχιος
β) (για ασθένεια) αυτή που έχει φτάσει στο πιο κρίσιμο σημείο της
4. φρ. «πεπειρότερον πτύελον» — πτύελο που περιέχει μεγάλη ποσότητα πύου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέπειρα (ἡ) κατά τα επίθ. σε -ος, -α, -ον].
Greek Monotonic
πέπειρος: -ον και -α, -ον, όπως το πέπων,
1. ώριμος, Λατ. maturus, σε Ανθ.
2. μεταφ., καταπραϋμένος, ὀργή, σε Σοφ.