πιθανότητα
Greek Monolingual
η / πιθανότης, -ητος, ΝΑ πιθανός
(για λογικά επιχειρήματα) το να είναι κάτι πιθανό, το να μπορεί να θεωρηθεί αληθινό, η ιδιότητα του πιθανού, η πιθανοφάνεια, το να πείθει κάτι, η πειστικότητα («πιθανότητά τινα ἔχει ὁ λόγος», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. το ενδεχόμενα αληθινό, αυτό που ορισμένοι λόγοι συνηγορούν ότι μπορεί να αληθεύει («έχει πολλές πιθανότητες να προαχθεί φέτος»)
2. φρ. «κατά πάσαν πιθανότητα» — μάλλον ασφαλώς, πολύ ενδεχομένως, πιθανότατα
3. (φιλοσ.) ο βαθμός της βεβαιότητας κατά τον οποίο συνηγορούν μεν ισχυροί λόγοι για ένα πράγμα, αλλά αντιστρατεύονται άλλοι λόγοι, οι οποίοι πρέπει εξίσου να ληφθούν υπ' όψιν
4. φρ. α) «ποσοτική πιθανότητα» — η πιθανότητα που στηρίζεται στον αριθμό τών περιπτώσεων υπέρ και κατά αυτού για το οποίο πρόκειται
β) «ποιοτική πιθανότητα» — η πιθανότητα που στηρίζεται στην αναλογία και ομοιότητα τών περιπτώσεων
γ) «λογισμός τών πιθανοτήτων» ή «θεωρία τών πιθανοτήτων» — κλάδος τών μαθηματικών που μελετά τον λογισμό ο οποίος παριστάνει την πιθανότητα κατά την οποία θα συμβεί κάτι με κλάσμα που έχει αριθμητή τον αριθμό τών ευνοϊκών περιπτώσεων και παρονομαστή τον αριθμό όλων τών περιπτώσεων, εάν ληφθούν όλες εξίσου δυνατές
δ) «λογική τών πιθανοτήτων»
μαθημ. τομέας της μαθηματικής λογικής που ασχολείται με την πιθανότητα ισχύος προτάσεων που παράγονται από υποθέσεις και για τις οποίες δεν έχουμε ακριβή γνώση της ισχύος τους, αν δηλαδή είναι αληθείς ή ψευδείς
ε) «πιθανότητες βολής»
στρ. ο αριθμός τών επιτυχιών σε εκατό βολές
στ) «συντελεστής πιθανότητας» — το κλάσμα που έχει αριθμητή το σύνολο τών επιτυχιών και παρονομαστή τον αριθμό εκατό.