πλάσιος

Greek Monolingual

-ον, Α
(αιολ. τ.) βλ. πλησίος.

Frisk Etymological English

Meaning: in δι-, τρι-, πολλα-πλάσιος a.o., youngatt. hell. -πλασίων.
See also: s. διπλάσιος

Greek Monolingual

ΝΜΑ
κατάλ. αναλογικών αριθμητικών επιθέτων όλων τών περιόδων της Ελληνικής που προέρχεται από β' συνθετικό -πλατος + κατάλ. -ιος με συριστικοποίηση του -τ- (πρβλ. δημόσιος < δημότιος < δημότης). Ο αμάρτυρος τ. -πλατος ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας pel
«πτυχώνω, διπλώνω, ζαρώνω» παρεκτεταμένη με -t- (πρβλ. αρχ. νορβ. falda, γοτθ. ain-Falps «απλός»), η οποία με διάφορα επιθήματα απαντά και στα πλέκω, διπλούς κ.ά. (βλ. και διπλάσιος, -πλός).Παραδείγματα λ. σε -πλάσιος: δεκαπλάσιος, διακοσιαπλάσιος, διπλάσιος, δωδεκαπλάσιος, εικοσαπλάσιος, εκατονταπλάσιος, ενενηκονταπλάσιος, εννεαπλάσιος, εξαπλάσιος, επταπλάσιος, οκταπλάσιος, πενταπλάσιος, πολλαπλάσιος, τετραπλάσιος, τριπλάσιος, υποπολλαπλάσιος, χιλιοπλάσιος
αρχ.
απολλαπλάσιος, μυριονταπλάσιος, μυριοπλάσιος, οσαπλάσιος, πολυπλάσιος, ποσαπλάσιος, τοσαυταπλάσιος, τοσουτοπλάσιος, υπερδεκαπλάσιος, υποδιπλάσιος, υποτετραπλάσιος, υποτριπλάσιος
νεοελλ.
απειροπλάσιος, απειροπολλαπλάσιος.