πλημμυρίς

German (Pape)

[Seite 633] ἡ, die Fluth des Meeres; πλημ. ἐκ πόντοιο, die vom hohen Meere gegen das Gestade strömende Fluth, Od. 9, 486, wie τῆς θαλάσσης Her. 8, 129; übh. von jeder überfließenden Menge, σταγόνες ἄφρακτοι δυσχίμου πλημμυρίδος, Aesch. Ch. 184; auch πλημ. ὀφθαλμότεγκτος, Eur. Alc. 182; auch die Fluth als Gegensatz der Ebbe, ἄμπωτις, wie πλήμμυρα, παλίνορσος, Ap. Rh. 2, 576; im plur. S. Emp. adv. phys. 1, 79. – Bei Hippocr. auch vom Überströmen, Übermaaße der Flüssigkeit u. der Säfte im menschlichen Körper. – Die Alten leiteten das Wort von πλήν u. μύρω ab u. schreiben deswegen μμ; Andere ziehen πλημυρίς u. sonst auch in den verwandten Wörtern die Schreibung mit einem μ vor, indem sie es nicht als Zusammensetzung betrachten, sondern unmittelbar von πλήμη, πλήθω ableiten, vgl. Buttm. auss. gr. Gramm. I p. 39. – In der homerischen Stelle ist υ kurz, bei den Attikern aber immer lang; bei den sp. Ep. bald kurz, bald lang, vgl. Brunck zu Ap. Rh. 4, 1269, doch scheint auch hier, wie in allen verwandten Wörtern, die Länge vorzuherrschen.]

French (Bailly abrégé)

v. πλημυρίς.

Russian (Dvoretsky)

πλημμῡρίς: и πλημῡρίς, ίδος (Hom. ῠ) ἡ
1 прилив (ἐκ πόντοιο Hom.; τῆς θαλάσσης Her.);
2 разлив, наводнение (πλημυρίσιν ἐπικλύζεσθαι Arst.): ὀφθαλμότεγκτος π. Eur. потоки слез.

Greek (Liddell-Scott)

πλημμυρίς: -ίδος, ἡ, ἡ ὕψωσις τῶν ὑδάτων τῆς θαλάσσης, πλημμυρὶς ἐκ πόντοιο, ἐπὶ τοῦ κύματος ὅπερ ἠγέρθη ἐκ τῆς πτώσεως τοῦ βράχου ὃν ἔρριψεν ὁ Κύκλωψ, Ὀδ. Ι. 486· ἡ κατὰ τὴν πλήμμυραν ἐκχείλισις τῶν ὑδάτων (πρβλ. ῥαχία), ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄμπωτις (ὀπισθοχώρησις αὐτῶν ἢ πτῶσις), πλ. τῆς θαλάσσης μεγάλη Ἡρόδ. 8. 129· ἡ ἔξωθεν πλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 7, πρβλ. Στράβ. 155, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 79. 2) καθόλου, κῦμα πλημμύρας, κατακλυσμός, Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 11· ἐπὶ δακρύων, σταγόνες... δυσχίμου πλημμῡρίδος Αἰσχύλ. Χο. 186· ὀφθαλμοτέγκτῳ δεύεται πλημμῡρίδι Εὐρ. Ἄλκ. 184. 3) πλεονασμός, πληθώρα, ἐπὶ τῶν ὑγρῶν ἢ χυμῶν τοῦ σώματος, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394. (Λέξεις ταύτης τῆς συγγενείας συνήθως γράφονται διὰ μμ, κατὰ τὴν ἀρχαίαν ἐτυμολογ. ἐκ τοῦ πλήν, μύρω. ― Τινὲς τῶν κριτικῶν γράφουσι δι’ ἁπλοῦ μ, ὑπολαμβάνοντες αὐτὰς ὡς κατ’ εὐθεῖαν παραγομένας ἐκ τῆς √ΠΛΕ, πίμπλημι, ἴδε Buttm. Ausf. Gr. § 7 Anm. 17, n.), [ῠ ἐν τῷ ἑνὶ καὶ μόνῳ Ὁμηρικῷ χωρίῳ ἐν ᾧ ἀπαντᾷ· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ῡ, Αἰσχύλ. καὶ Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. ῠ ἢ ῡ, κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1269 καὶ 1241· ἐν ταῖς λέξεσι πλήμμυρα, πλημμυρέω, πλημμύρω, ῡ ἀείποτε.] ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 74, Χ. Χαριτωνίδου Ποκίλα Φιλολογ. ἐν Τόμ. Α΄, σ. 349.

Greek Monotonic

πλημμυρίς: [ῡ], -ίδος, ἡ,
1. ύψωση των υδάτων της θάλασσας, πλημμυρὶς ἐκ πόντοιο, από το κύμα που σηκώθηκε εξαιτίας των βράχων που έριξαν οι Κύκλωπες, σε Ομήρ. Οδ.· η πλημμυρίδα (πρβλ. ῥαχία) αντίθ. προς το ἄμπωτις (οπισθοχώρηση), σε Ηρόδ.
2. γενικά, πλημμύρα, κύμα, κατακλυσμός, σε Αριστ.· λέγεται για τα δάκρυα, σε Αισχύλ., Ευρ. ( σε Όμηρ., σε Αττ.) (αμφίβ. προέλ.· πιθ. από τα πλήθω, μύρω).

Middle Liddell

πλημμῠρίς, ίδος, ἡ,
1. a rise of the sea, πλημμυρὶς ἐκ πόντοιο of the wave caused by the rock thrown by the Cyclops, Od.: flood-tide (cf. ῥαχίἀ, opp. to ἄμπωτις (ebb), Hdt.
2. generally, a flood, deluge, Arist.; of tears, Aesch., Eur. [ῠ in Hom., ῡ in Attic [deriv. uncertain]: perh. from πλήθω, μύρω.]

English (Woodhouse)

flood of tears, flow of tears, shower of tears, stream of tears

Mantoulidis Etymological

(=φούσκωμα τοῦ νεροῦ, κατακλυσμός). Ἀπό τό πίμπλημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.