προσκυρέω

English (LSJ)

and προσκύρω [ῡ] (v. infr.), aor. προσέκυρσα,
A reach, arrive at, c. dat., προσέκυρσε Κυθήροις Hes.Th.198.
b adjoin, Herod. Med. ap. Orib.10.5.10; ἕλος παπυρικὸν ὃ προσκυρεῖ (or -κύρει) τῇ λεγομένῃ Βαθείᾳ (placename) BGU1121.8 (i B.C.).
2 meet with, τινι Emp.2.5; ναῦς πέτρῃ π. Thgn.1361; ἑωυτοῖσι Hp.Praec.8: c. acc. rei, πάντων ὅσ' ἐγὼ προσέκυρσ' ἤδη S.OT1299 (anap.): reversely, δόμοισι πῆμα προσκυρεῖ betides the house, A.Ch.13.
3 belong, appertain, or be attached to, D.S.16.42, Plu.Art.21; τὰ προσκυροῦντα τούτοις Epist. ap. J.AJ13.4.9; τὰ προσκύροντα τῷ ἱερῷ OGI732 (Egypt, ii B.C.), cf. Sammelb.1567.7 (iii B.C.), 4208.7 (ii B.C.); τῶν οἰκοπέδων -κυρόντων Sardis 7(1).1 i 11 (iv/iii B.C.); προσκύρουσιν πρὸς τὴν κώμην καὶ ἄλλαι κῶμαι ib.4; οἱ -οντες τόποι PLond.2.401.28 (ii B.C.); ᾗ ἔχω αὐλῇ -ούσῃ οἰκίᾳ μου BGU275.6 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 771] (s. κυρέω), bis wohin reichen, gelangen, hinzukommen, προσέκυρσε Κυθήροις, Hes. Th. 189; widerfahren, bevorstehen, πότερα δόμοισι πτῶμα προσκυρεῖ νέον; Aesch. Ch. 13; Soph. vrbdt ὦ δεινότατον πάντων, ὅσ' ἐγὼ προσέκυρσ' ἤδη, von Allem, was ich erfahren, was mich betroffen, Soph. O. R. 1299.

French (Bailly abrégé)

προσκυρῶ :
f. προσκύρσω, ao. προσέκυρσα;
1 parvenir jusqu'à, atteindre, τινι;
2 rencontrer ; fig. rencontrer (un sort, une destinée, etc.) acc..
Étymologie: πρός, κυρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-κυρέω en προσ-κύρω, aor. προσέκυρσα, bereiken, met dat.:; προσέκυρσε Κυθήροις zij bereikte Kythera Hes. Th. 198; stuiten op, ontmoeten:; πότερα δόμοισι πῆμα προσκυρεῖ νέον treft een nieuw ongeluk het huis? Aeschl. Ch. 13; overdr., met acc.. δεινότατον πάντων ὅσ’ ἐγὼ προσέκυρσ’ ἤδη het ergst van alle ellende die ik tot nu heb meegemaakt Soph. OT 1299.

Russian (Dvoretsky)

προσκῠρέω: и προσκύρω (impf. προσέκῡρον, fut. προσκύρσω, aor. προσέκυρσα)
1 прибывать, достигать (Κυθήροις Her.);
2 наталкиваться, встречаться: δεινότατον πάντων, ὅσ᾽ ἐγὼ προσέκυρσ᾽ ἤδη Soph. самое ужасное из всего, с чем я когда-л. встречался;
3 приключаться, постигать (πότερα δόμοισι πῆμα - v.l. πτῶμα - προσκυρεῖ νέον; Aesch.).

Greek Monotonic

προσκῠρέω: παρατ. -έκῡρον, μέλ. -κύρσω, αόρ. αʹ -έκυρσα (όπως από -κύρω
1. προσεγγίζω, φτάνω σε, με δοτ., σε Ησίοδ.
2. συναντώ, πέφτω πάνω σε, τινί, σε Θεόκρ.· επίσης, με αιτ. πράγμ., ὅσ' ἐγὼ προσέκυρσ', σε Σοφ.· αντιστρόφως, δόμοισι πῆμα προσκυρεῖ, συμφορά πέφτει στο σπίτι, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

προσκῠρέω: μετὰ τριῶν ἀνωμάλων χρόνων, παρατ. προσέκῠρον, μέλλ. προσκύρσω, ἀόρ. προσέκυρσα. Προσεγγίζω, φθάνω εἰς…, «πιάνω εἰς», μετὰ δοτ., προσέκυρσε Κυθήροις Ἡσ. Θεογ. 198. 2) συναντῶ τινι Ἐμπεδ. 40· ναῦς πέτρῃ πρ. Θέογν. 1361· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγμ., ὃσ’ ἐγὼ προσέκυρσ’ ἤδη Σοφ. Ο. Τ. 1299· ἀλλὰ τἀνάπαλιν, δόμοισι πῆμα προσκυρεῖ, καταλαμβάνει τὸν οἶκον, Αἰσχύλ. Χο. 13. 3) ἀνήκω, Διόδ. 16. 42· τὰ προσκυροῦντα τούτοις Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 13. 4, 9. ΙΙ. μετ’ ἀπαρ., κάμνω ὥστε νά…, Ἱππ. 27. 40.

Middle Liddell

with imperf. -έκῡρον fut. -κύρσω aor1 -έκυρσα [as if from -κύρω
1. to reach, touch, arrive at, c. dat., Hes.
2. to meet with, fall upon, τινί Theogn.; also c. acc. rei, ὅσ' ἐγὼ προσέκυρσ' Soph.:—reversely, δόμοισι πῆμα προσκυρεῖ woe betides the house, Aesch.