προσφάγιον
English (LSJ)
(A) [ᾰ], τό, (φαγεῖν) = ὄψον (cooked food or otherwise prepared food, a made dish, eaten with bread and wine) 1.1, Ev.Jo.21.5, Aesop.325, PLond. ined.2687 (iv A.D.); ἄρτον ἕνα καὶ προσφάγιον POxy.498.33 (ii A.D.), cf. 736.89, 739.10 (i B.C./i A.D.): metaph., of an illicit commission or agio, τὸ καλούμενον παρ' αὐτοῖς προσφάγιον OGI484.26 (Pergam.).
(B) [ᾰ], τό, (προσφάζω) victim sacrificed beforehand, IG12(5).593.12 (Iulis, v B.C.).
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
ce qu'on mange en outre du pain, pitance;
NT: nourriture (spéc. de poisson).
Étymologie: προσφαγεῖν, inf. ao.2 de προσεσθίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-φάγιον -ου, τό [προσφαγεῖν] toespijs.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
προσφάγιον: τό, (φαγεῖν), κοινῶς «προσφάγι», ὡς τὸ προσόψημα· καθόλου ἔδεσμα, φαγητόν, Εὐαγγ. π. Ἰω. 21. 5.
English (Strong)
neuter of a presumed derivative of a compound of πρός and φάγω; something eaten in addition to bread, i.e. a relish (specially, fish; compare ὀψάριον): meat.
English (Thayer)
προσφαγιου, τό (προσφάγειν (cf. πρός, IV:2)), equivalent to ὄψον (on which see ὀψάριον), anything eaten with bread (Moeris (edited by Piers., p. 274,1): ὄψον ἀττικως, προσφάγιον ἑλληνικως): spoken of fish boiled or broiled, John 21:5 (Schol., Lexicons (Moschion 55, p. 26; Roehl, Inscriptions graec. 395a. 12)). Cf. Fischer, De vitiis lexamples etc., p. 697f; Sturz, Dial. Maced. et Alex., p. 191.
Greek Monolingual
τὸ, Α
σφάγιο που θυσιάζεται εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + σφάγιον (< σφαγή)].
Greek Monotonic
προσφάγιον: τό (φαγεῖν), οτιδήποτε τρώγεται μαζί με άλλο φαγητό· γενικά, φαγητό, έδεσμα, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
προσ-φάγιον, ου, τό, φαγεῖν
anything eaten with other food: generally, something to eat, NTest.
Chinese
原文音譯:prosf£gion 普羅士-法居按
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向著-喫(著)
字義溯源:配著餅喫的,喫的,佳美佐食,魚;由(πρός)=向著)與(ἐσθίω)*=喫)組成;其中 (πρός)出自(πρό)*=前)
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編:
1) 喫的(1) 約21:5
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό πρός + φαγεῖν, ἀπαρ. ἀόρ. β´ τοῦ ἐσθίω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.