πρωτότυπος

English (LSJ)

πρωτότυπον,
A original, primitive, especially in Gramm. sense, Gal.18(2).167, Longin.Proll.Heph.p.86 C.; πρωτότυποι ἀντωνυμίαι, of personal pronouns, opp. κτητικός, A.D.Synt.62.15; opp. παράγωγος, Id.Adv.166.5.
2 archetypal, Simp.in Cael.277.4, Dam. Pr.340.
II Subst. πρωτότυπος, , principal party to a contract, POxy.136.11 (vi A.D.), etc.
2 πρωτότυπον, τό, prototype, archetype, original, Poll.5.102.
III Adv. πρωτοτύπως originally, chiefly, in the first instance, POxy.902.13 (v A.D.), Lyd.Mag.3.37, Anon.in Cat.48.7, Hsch.

German (Pape)

[Seite 807] von od. nach der ersten Bildung, ursprünglich, originell, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτότῠπος: -ον, ὁ ἔχων τὸν πρῶτον τύπον, τὴν πρώτην μορφήν, πανάρχαιος, πρωτόγονος, Λογγίνου Ἀποσπ. 3. 11, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστορ. 6. 16· - ἐπὶ λέξεων, ἀντίθετον τῷ κτητικός, οἷον Ἕλλην εἶναι τὸ πρωτότυπον, τὸ δὲ κτητικὸν Ἑλληνικός, Ἐτυμολ. Μέγ. 29, 52, κτλ. 2) πρωτότυπον, τό, ἀρχέτυπον, Πολύδ. Ε΄, 102. 3) Ἐπίρρ. -πως, Εὐάγρ.

Greek Monolingual

-η, -ο / πρωτότυπος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που αποτελεί τον πρώτο, τον αρχικό τύπο άλλων πραγμάτων, αρχέτυπο
2. το ουδ. ως ουσ. το πρωτότυπο
το πρώτο που έγινε, το αρχέτυπο από το οποίο παράγονται όλα τα άλλα
νεοελλ.
1. αυτός που δεν αποτελεί απομίμηση ή αντιγραφή ενός άλλου («πρωτότυπο ποίημα»)
2. αυτός που μοιάζει σαν να λέγεται ή να γίνεται για πρώτη φορά, ασυνήθιστος, καινοφανής («πρωτότυπη άποψη»)
3. (για πρόσ.) αυτός του οποίου τα έργα ή τα λόγια έχουν έναν ιδιαίτερο ή ιδιόμορφο χαρακτήρα («πρωτότυπος ζωγράφος»)
4. φρ. α) «πρωτότυπη λέξη» — λέξη που δεν παράγεται από άλλη
β) «πρωτότυπος οφειλέτης» — ο κατά πρώτο λόγο υπόχρεος ως προς υποχρέωση που βαρύνει πολλούς οφειλέτες
γ) «πρωτότυπο έγγραφο»
(νομ.) το έγγραφο που καταρτίζεται για πρώτη φορά και για την εκπλήρωση του σκοπού που επιδιώκεται με την κατάρτισή του
αρχ.
1. γραμμ. αυτός που έχει τον πρώτο τύπο, την πρώτη μορφή, ο πιο παλιός
2. το αρσ. ως ουσ.πρωτότυπος
ο πρώτος, αρχικός συμβαλλόμενος σε μία σύμβαση
3. φρ. «πρωτότυποι ἀντωνυμίαι» — οι προσωπικές αντωνυμίες.
επίρρ...
πρωτοτύπως ΝΜΑ, και πρωτότυπα Ν
νεοελλ.
με πρωτότυπο τρόπο, με πρωτοτυπία
αρχ.
αρχικώς, εν πρώτοις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -τυπος (< τύπτω), πρβλ. ζηλότυπος].