πρόσειλος
English (LSJ)
πρόσειλον, (εἵλη) towards the sun, sunny, warm, δόμοι A.Pr. 451; αὐλή Eup.378; τόποι εὐσκεπεῖς καὶ π. Thphr. CP 1.13.11, al., cf. Plu.2.649c; τὰ π. Philostr.VA2.18; ἡλιούσθων πρόσειλοι Id.Gym. 58 (πρόσηλος is freq. as f.l.).
German (Pape)
[Seite 757] (εἵλη), gegen die Sonne, der Sonnenhitze ausgesetzt, δόμοι Aesch. Prom. 449.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
exposé au soleil.
Étymologie: πρός, εἵλη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσειλος -ον [πρός, εἵλη] blootgesteld aan de zon, zonnig.
Russian (Dvoretsky)
πρόσειλος: v.l. * πρόσηλος 2 обращенный к солнцу, солнечный (δόμοι Aesch.).
Greek Monolingual
-ον, Α
1. εκτεθειμένος στις ηλιακές ακτίνες, προσήλιος, ευήλιος (α. «πρόσειλος αὐλή», Εύπ.
β. «τόποι εὐσκεπεῖς καὶ πρόσειλοι», Θεόφρ.)
2. θερμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -ειλος (< εἵλη [ΙΙ] «θερμότητα του ηλίου»), πρβλ. εύειλος].
Greek Monotonic
πρόσειλος: -ον (εἵλη),
1. προσήλιος, ηλιόλουστος, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσειλος: -ον, (εἵλη), προσήλιος, θερμός, δόμοι Αἰσχύλ. Πρ. 451· αὐλὴ Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 65· τόποι εὐσκεπεῖς καὶ πρ. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 13, 11, κ. ἀλλ.· τὰ πρόσειλα Φιλόστρ. 69· ― τὰ Ἀντίγραφα καθόλου ἔχουσι τὸν πλημμελῆ τύπον, πρόσηλος, ὅστις πρέπει νὰ διορθωθῇ πανταχοῦ, Schneid. ἐν τῷ Πίνακι τοῦ Θεοφρ.
Middle Liddell
Translations
sunny
Bulgarian: слънчев; Catalan: asolellat; Dutch: zonnig; Esperanto: suna, sunplena; Finnish: aurinkoinen; French: ensoleillé; Galician: solleiro, sollío, solloso; Greek: ηλιόλουστος, λιόλουστος, λιοπερίχυτος; Ancient Greek: ἀστροβλής, ἀστρόβλητος, ἐπαλής, εὐάλιος, εὔειλος, εὐήλιος, ἡλιόβλητος, ἡλιόβολος, πανήλιος, πολυήλιος, πρόσειλος, προσήλιος; Hungarian: napfényes, napos; Italian: soleggiato, soleggiata; Latin: apricus; Latvian: saulains; Macedonian: сончев; Maori: matanui; Plautdietsch: sonnich; Portuguese: ensolarado; Serbo-Croatian: sùnčan; Spanish: soleado; Ukrainian: сонячний