πρώτιστος

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον h.Cer.157:—poet. and late Prose Sup. of πρῶτος, the very first, Il.2.228, 16.656, Od.19.447; πολὺ πρώτιστος = by far the first Il.2.702, Od.14.220, etc.; ὁ πρώτιστος χρόνος, opp. ὁ ἐνεστώς, PEleph.10.4 (iii B.C.); principal, primal, θεὰ πρωτίστη Νύξ Phld.Piet.14; αἰτία Procl.Inst. 12; τῶν φύσει κρειττόνων πρώτιστος ὁ δημιουργός Hierocl. in CA3p.424M., cf. Iamb.Comm.Math.4, al., Dexipp.Fr.32(b)J., Agath.3.2: neut. πρώτιστον as adverb, first of all, Od.10.462, 20.60, al., Pi.N.5.25, B.8.11, Ar.Lys.555, D.43.75, Antiph.98: also pl. πρώτιστα Il.1.105, Od.3.419, Hes.Op.109, A.Fr.195, S.OT1439, El.669, Ar.Pl.792; ἐπειδὴ πρώτιστον = now that, Alc.15.7; ὅτε πρώτιστον = when aforetime, Call.Aet.Oxy.2079.21; especially, principally, πρώτιστα ἁλίσκεται ἐνταῦθα τὸ ὄψον Str.12.3.19: also τὸ πρώτιστον E.Supp.430; τὰ πρώτιστα Od.11.168.

German (Pape)

[Seite 804] p. superl. von πρῶτος, der allererste; Il. 2, 228. 16, 656; u. adv. πρώτιστα, 1, 105; πρώτιστα θεῶν ἱλάσσομ' Ἀθήνην, Od. 3, 419; τὰ πρώτιστα, 11, 168, zu allererst; auch Hes.; πρώτιστος ἐπέμιξε, Pind. P. 2, 32; πρώτιστον, N. 5, 25; πρώτιστα ἥξεις, Aesch. frg. 181; u. so auch Soph. Trach. 1171. 1439; εἰδέναι δέ σου πρώτιστα χρῄζω, El. 659; u. so adverbial auch Eur. im sing., Suppl. 430, u. im plur., 664; Parmenid. bei Plat. Conv. 178 b; vgl. auch Lob. Phryn. p. 419; auch zweier Endgn, κατὰ πρώτιστον ὀπωπήν, auf den allerersten Anblick, H. h. Cer. 157. – Einzeln auch in späterer Prosa, wie Nicom. arithm. 2, 5.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
le premier de tous ; neutre adv. • πρώτιστον ou • πρώτιστα, en premier lieu, premièrement ; • τὰ πρώτιστα OD m. sign.
Étymologie: Sp. de πρῶτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρώτιστος -η -ον, Dor. πράτιστος πρῶτος allereerst:; Ἕκτορι δὲ πρωτίστῳ ἀνάλκιδα θυμὸν ἐνῆκεν hij wekte bij Hektor als eerste lafheid op Il. 16.656; n. adv. πρώτιστον en πρώτιστα allereerst.

Russian (Dvoretsky)

πρώτιστος: 3, редко 2 [superl. к πρῶτος (тж. πολὺ π. Hom.) самый первый, первейший: κατὰ πρώτιστον ὀπωπήν HH с первого же взгляда.

English (Autenrieth)

sup. to πρῶτος: first of all, chiefest.—Adv., πρώτιστον, πρώτιστα (πρώτισθ), Od. 11.168.

English (Slater)

πρώτιστος first of all ἥρως ἐμφύλιον αἶμα πρώτιστος ἐπέμειξε θνατοῖς (P. 2.32) n. s. pro adv., αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν Πηλέα θ (N. 5.25)

Greek Monolingual

-η, -ο / πρώτιστος, -ίστη, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, και δωρ. τ. πράτιστος, -ίστη, -ον Α
(ως υπερθετικό του πρώτος)
1. ο πρώτος ανάμεσα σε όλους, ο πρώτος πρώτος
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πρώτιστα
κυρίως, πρώτα πρώτα
νεοελλ.
1. συνεκδ. κυριότατος, ο πιο σημαντικός, ο πιο σπουδαίος
2. μτφ. κορυφαίος, ανώτατος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πρώτιστα
ζωολ. το σύνολο τών ευκαρυωτικών μονοκύτταρων οργανισμών, δηλαδή αυτών που έχουν διάκριτο, κεχωρισμένο πυρήνα
αρχ.
1. πρωταρχικός, κύριος («πρωτίστη αἰτία», Πρόκλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) πρώτιστον
προπάντων, πρώτα πρώτα, κυρίως.
επίρρ...
πρωτίστως και πρώτιστα Ν
πρώτα πρώτα, κυρίως, προπάντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρῶτος / πρᾶτος + κατάλ. -ιστος τών ανώμαλων υπερθ. (πρβλ. μέγιστος)].

Greek Monotonic

πρώτιστος: -η, -ον και -ος, -ον, ποιητ. υπερθ. του πρῶτος, αληθινά πρώτος, πρώτος από τους πρώτους, πρώτος όλων, σε Όμηρ.· πολὺ πρώτιστος, στον ίδ.· ουδ. πρώτιστον, ως επίρρ., πρώτα απ' όλα, σε Ευρ.· τὰ πρώτιστα, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

πρώτιστος: -η, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 157· - ποιητ. ὑπερθ. τοῦ πρῶτος, ὁ πρῶτος πάντων, Ἰλ. Β. 228., Π. 656, Ὀδ. Τ. 447· πολὺ πρώτιστος Ἰλ. Β. 702, Ὀδ. Ξ. 220· - ἀλλὰ συνηθέστατα ὁ Ὅμ. χρῆται τῷ οὐδ. πρώτιστον ὡς ἐπιρρήματι, πρὸ παντὸς ἄλλου, Ὀδ. Κ. 462., Υ. 60, κ. ἀλλ.· ὡς παρὰ τοῖς Ἀττ., Ἀριστοφ. Λυσ. 555, Δημ. 1076. 17, Ἀντιφάνης ἐν «Εὐπλοίᾳ» 1, κτλ.· - οὕτω καὶ πρώτιστα, Ἰλ. Α. 105, Ὀδ. Γ. 419, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 109· Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 195, Σοφ. Ο. Τ. 1439. Ἠλ. 669, Ἀριστοφ. Πλ. 792· - οὕτω τὸ πρώτιστον Εὐρ. Ἱκ. 430· τὰ πρώτιστα Ὀδ. Λ. 168· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 419.

Middle Liddell

πρώτιστος, η, ον poet. Sup. of πρῶτος
the very first, first of the first, Hom.; πολὺ πρώτιστος Hom.: neut. πρώτιστον as adv. first of all, Od., Ar., etc.: —so πρώτιστα, Hom., Attic; —τὸ πρώτιστον Eur.; τὰ πρώτιστα Od.