πῶρος

English (LSJ)

ὁ, a
A stone used in building, described by Thphr. De Lapidibus 7 (where πόρος), Plin.HN36.132, as a kind of marble, like the Parian in colour and solidity, but lighter; but ἐπιχώριος π., of the local conglomerate of Olympia, Paus.5.10.2; πώρου cj. for πόρου in Gal. 6.57 (= Orib.5.1.4); cf. πώρινος λίθος: pl., of stone used for substructures, IG7.3073.9, al. (Lebad., ii B.C.); τῶν εἰς τὰν στοιβὰν π. ib.42(1).106i17 (Epid., iv B.C.); τῶν εἰς τὰ ἀντιθέματα π. τομᾶς ib. 71.
2 stalactite in caverns, Arist.Mete.388b26.
3 chalkstone, formed in the joints, Id.HA521a21, Dsc.5.93.
4 stone in the bladder, Hp.Nat.Hom.14, Ruf.Ren.Ves.13.
5 metaph., πῶροι γῆς τὰ μάρμαρα M.Ant.9.36.

German (Pape)

[Seite 828] ὁ, 1) der Tuffstein, weiß und glänzend, aber leicht, locker, porös (also vielleicht mit πόρος verwandt); auch eine Marmorart, der parischen an Farbe und Dichtheit ähnlich, aber leichter, vgl. Paus. 5, 10, 2. 6, 19, 1; – der Tropfstein in Höhlen und Grotten, Arist. meteorl. 4, 10. – 2) jede Verhärtung, sowohl verhärtete Knochengeschwulst, Gichtknochen, aus Eiter entstehend, Arist. H. A. 3, 19, als der aus den Knochen schwitzende Gallert, durch welchen die Teile eines gebrochenen Knochens wieder verbunden, der Bruch geheilt wird, callus, Medic.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 pierre poreuse (pôros);
2 p. anal. toute concrétion, callosité, cal.
Étymologie: R. Περ, passer ; v. περάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πῶρος -ου, ὁ niersteen, gruis.

Russian (Dvoretsky)

πῶρος:
1 туф, по по друг. сталактит Arst.;
2 мед. известковое отложение (ἐκ τοῦ πυοῦ π. γίνεται Arst.).

Greek Monolingual

ο / πῶρος, ΝΑ, και ποῦρος Α
ο πωρόλιθος
νεοελλ.
1. ιατρ. οστέινη και χόνδρινη ουσία που σχηματίζει συνδετική γέφυρα ανάμεσα στα άκρα ενός οστικού κατάγματος κατά τη διάρκεια της αποκατάστασης
2. η πέτρα τών δοντιών, η τρυγία
αρχ.
1. σταλακτίτης σπηλαίου («πῶρος
ἀπολίθωσις ὑγρῶν», Ησύχ.)
2. πέτρα στην ουροδόχο κύστη
3. (ιδίως για αρθρώσεις που πάσχουν από αρθρίτιδα) πωρώδης σύσταση («σηπόμενον δὲ γίγνεται τὸ αἷμα ἐν τῷ σώματι πύον, ἐκ δὲ τοῦ πύου πῶρος», Αριστοτ.)
4. στον πληθ. οἱ πῶροι
λίθοι που τους χρησιμοποιούσαν στα θεμέλια κτηρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για τεχνικό οικοδομικό όρο που δευτερευόντως χρησιμοποιήθηκε και στην ιατρική. Πιθανολογείται ότι πρόκειται για δάνεια λ., ενώ η σύνδεση της με ακκαδ. pulu δεν θεωρείται πιθανή].

Greek Monotonic

πῶρος: ὁ, Λατ. tophus, Ιταλ. tufa, είδος μαρμάρου· ο πώρινος λίθος του Ηροδ.

Greek (Liddell-Scott)

πῶρος: ὁ, Λατ. tophus, Ἰταλ. tufa, κατὰ τὸν Θεόφρ., π. Λίθ. 7, 1, ᾧ ἀκολουθεῖ ὁ Πλίνιος, 36. 28, εἶναι εἶδος μαρμάρου ὁμοίου πρὸς τὸ Πάριον κατὰ τὸ χρῶμα καὶ τὴν πυκνότητα, ἀλλ’ ἐλαφροτέρου, κοινῶς πωρί· καλεῖται δὲ πώρινος λίθος ὑπὸ τοῦ Ἡροδ. 5. 62, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 429, πρβλ. Siebel. εἰς Παυσ. 5. 10, 2., 6. 19, 1. 2) σταλακτίτης ἐντὸς σπηλαίων, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 10. 14. 3) πωρώδης σύστασις ἐπὶ τῶν ὀστῶν, μάλιστα ἐπὶ τῶν ἀρθρώσεων, τῶν πασχόντων ἐξ ἀρθρίτιδος, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 19, 9, Διοσκ. 5. 108, κτλ.· πρβλ. ἐξόστωσις. 4) λίθος ἐν τῇ οὐροδόχῳ κύστει, Ἱππ. 230. 55, παρ’ αὐτῷ δὲ εὕρηται καὶ τὸ ὑποκορ. πωρίδιον, τό. 5) ὕλη πωρώδης ἐξερχομένη ἐκ τεθραυσμένων ὀστῶν καὶ χρησιμεύουσα πρὸς σύνδεσιν τῶν διερρωγότων μερῶν, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 9. 36. - Κατὰ Σουΐδ.: «πῶρος, ἀπολίθωσις ὑγρῶν».

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: tuff (Arist., Thphr., hell. inscr. a.o.), in Anatolia stone- or chalk-formation, concretion, stone in the bladder, kidney etc. (Hp., Arist. a.o.).
Other forms: Also ποῦρος (inscr. Delphi), πόρος (Thphr. Lap. 7, Gal. 6, 57)
Compounds: As 1. member a.o. in πωρ-όμφαλον n. subst. bahuvrihi concretion in the navel (Gal.).
Derivatives: 1. Dimin. πωρ-ίον, -ίδιον n. callosity (medic.); 2. adj. πώρ-ινος of tuff (Hdt., Ar., hell. inscr. a.o.), -εία λίθος tuff (Str.), -ώδης π. -like' (Gal.); 3. verb πωρ-όομαι, -όω, also w. δια-, ἐπι-, συν-, to petrify, to harden, to grow together in a concretion, grow hard (Hp., Arist., Thphr., NT) with (ἐπι-) πώρ-ωμα, -ωσις petrification, concretion (Hp., Gal., NT). 4. πωρ-ίασις f. callus on the eye-lid (Gal.), as if from *πωρ-ιᾶν (Schwyzer 732).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Orig. indicating a kind of stone and at home in building, πῶρος with its derivv. was used esp. by the medics. No etymology. Acc. to Haupt Actes du 16. congr. des orient. (1912) 84f. from Assyr. pûlu shell-lime. With πωρεῖν κηδεύειν, πενθεῖν, πωρῆσαι λυπῆσαι H. and πωρητύς f. pain (Antim.) no connection seems possible. Cf. however ταλαίπωρος. -- Furnée 328 connects *ψῶρος in ψωρίτης λίθος a kind of marble (Cyran 46), and Hitt. purut- loam, chalk, mortar.
πωρός See also: s. ταλαίπωρος

Middle Liddell

πῶρος, ὁ,
Lat. tophus, Ital. tufa, a porous stone; the πώρινος λίθος of Hdt.

Frisk Etymology German

πῶρος: {pō̃ros}
Grammar: m.
Meaning: Tuffstein (Arist., Thphr., hell. Inschr. u.a.), anat. ‘Stein- od. Kalkbildung, Verhärtung, Stein in der Blase, in den Nieren’ (Hp., Arist. u.a.).
Composita: Als Vorderglied u.a. in πωρόμφαλον n. subst. Bahuvrihi Verhärtung im Nabel (Gal.).
Derivative: Davon 1. Demin. πωρίον, -ίδιον n. Verhärtung (Mediz.); 2. Adj. πώρινος aus Tuffstein (Hdt., Ar., hell. Inschr. u.a.), -εία λίθος Tuffstein (Str.), -ώδης’π. -artig’ (Gal.); 3. Verb πωρόομαι, -όω, auch m. δια-, ἐπι-, συν-, ‘versteinern. verhärten, in eine Verhärtung zusammenwachsen, verstocken’ (Hp., Arist., Thphr., NT u.a.) mit (ἐπι-) πώρωμα, -ωσις Versteinerung, Verhärtung (Hp., Gal.), Verstockung (NT). 4. πωρίασις f. Verhärtung am Augenlid (Gal.), wie von *πωριᾶν (Schwyzer 732).
Etymology: Urspr. eine Steinart bezeichnend und im Bauwesen zuhause, wurde πῶρος nebst Ableitungen besonders von den Medizinern benutzt. Ohne Etymologie. Nach Haupt Actes du 16. congr. des orient. (1912) 84f. aus assyr. pûlu Muschelkalk. Mit πωρεῖν· κηδεύειν, πενθεῖν, πωρῆσαι· λυπῆσαι H. und πωρητύς f. Leid (Antim.) scheint keine Verbindung möglich. Vgl. indessen ταλαίπωρος.
Page 2,635

Mantoulidis Etymological

(=εἶδος μαρμάρου, πουρί). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως νά συγγενεύει μέ τό πόρος.
Παράγωγα: πώρινος, πωρόω -ῶ (=ἀπολιθώνω, σκληραίνω), πωρώδης, πώρωμα, πώρωσις.