σκέπαρνο

Greek Monolingual

το / σκέπαρνον, ΝΑ, και σκέπαρνος, ὁ, Α
το σκεπάρνι
αρχ.
1. ξυλουργικό εργαλείο με διπλή αμφίπλευρη κοπτική αιχμή, της οποίας η μία πλευρά είναι μεγάλη και η άλλη μικρή («σκέπαρνον
τὸν ἀμφίστομον πέλεκυν», Ησύχ.)
2. είδος χειρουργικού επιδέσμου
3. (σε λογοπαίγνιο) «σκέπ-αρνον» και «σκέπ-αρνος» — η δορά του αρνιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. σκέπα-ρν-ος εμφανίζει επίθημα -ρνος, ανάγεται στην ΙΕ ρίζα (s)kep- «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο, κόβω» (βλ. και λ. κόπτω, σκάπτω) και συνδέεται με ρωσ. ščepatĭ «κομματιάζω», ščepa «ροκανίδι». Κατ' άλλη άποψη, η λ. σκέπαρνος (< σκέρπ-ανος, με μετάθεση του -ρ-) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα (s)kerp- «κόβω» του κείρω (πρβλ. κρώπιον «δρεπάνι», γερμ. Scherbe «συντρίμμι», schurfen «ξύνω, σκάβω»). Ωστόσο, το επίθημα -ρν-ος της λ. θα μπορούσε να οδηγήσει στην υπόθεση ότι πρόκειται για δάνεια λ. (πρβλ. άκο-ρν-α, κόθο-ρν-ος), ενώ έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι η λ. πρέπει να αναχθεί σε ΙΕ ρίζα kes- «κόβω» (βλ. λ. κεάζω, κέαρνον «εργαλείο ξυλουργού»)].