σκυρόδεμα
Greek Monolingual
και σκιρόδεμα και σκιρρόδεμα, το, Ν
1. τεχνητό οικοδομικό υλικό που αποτελείται από μίγμα αδρανών υλικών, και κυρίως σκύρων, χαλικιών και άμμου, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με υδραυλική συνδετική ύλη που σήμερα είναι το τσιμέντο, αλλ. σκυροκονίαμα, κν. μπετόν
2. φρ. α) «ασφαλτικό σκυρόδεμα» — παραλλαγή σκυροδέματος που χρησιμοποιείται στην οδοποιία και αποτελείται από μίγμα ασφάλτου ως συνδετικού μέσου μεταξύ διαφόρων υλικών ορυκτής προέλευσης και στερεοποιείται χωρίς νερό
β) «αφρώδες σκυρόδεμα» — ελαφρό σκυρόδεμα με σύσταση που επιτρέπει τη δημιουργία απειράριθμων σφαιρικών φυσαλλίδων στην αποσκληρυμένη μάζα του
γ) «ελαφρό σκυρόδεμα» — σκυρόδεμα στο οποίο η πυκνότητα είναι μικρότερη από την πυκνότητα του κοινού σκυροδέματος, στο οποίο η αναλογία συνδετικού μέσου και αδρανών υλικών σε όγκο είναι 2 προς 3
δ) «οπλισμένο σκυρόδεμα» — σκυρόδεμα στο εσωτερικό του οποίου έχει ενσωματωθεί μεταλλικός σκελετός, ο οπλισμός, ο ρόλος του οποίου είναι να δέχεται τις καμπτικές και εφελκυστικές καταπονήσεις, έναντι τών οποίων η αντοχή του κοινού σκυροδέματος είναι μικρή, κν. σιδηρομπετόν ή μπετόν αρμέ
ε) «προεντεταμένο σκυρόδεμα» — οπλισμένο σκυρόδεμα στο εσωτερικό του οποίου έχουν αναπτυχθεί τεχνητά μόνιμες εντατικές καταστάσεις χάρη στην όπλισή του με πολύ τανυσμένες χαλύβδινες ράβδους, γεγονός που προσδίδει στο σκυρόδεμα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αντοχής και ελαστικότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύρο / σκίρ(ρ)ο «χαλίκι» + δέμα (< δένω)].