συνεπικραδαίνω
English (LSJ)
move backwards and forwards together with, σὺν ταῖς οὐραῖς τὰ σώματα, of dogs near game, X.Cyn.6.16.
French (Bailly abrégé)
secouer en même temps.
Étymologie: σύν, ἐπί, κραδαίνω.
German (Pape)
mit od. zugleich dabei schütteln, schwingen, Xen. Cyn. 6.16.
Russian (Dvoretsky)
συνεπικρᾰδαίνω: одновременно трясти, шевелить (σὺν ταῖς οὐραῖς τὰ σώματα ὅλα Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεπικρᾰδαίνω: κινῶ, ἐπισείω πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ πρὸς τὰ ὀπίσω ὁμοῦ μετά τινος, σὺν ταῖς οὐραῖς τὰ σώματα συνεπικραδαίνουσι, ἐπὶ κυνῶν, ὅταν ὦσι περὶ τὸ θήραμα, Ξεν. Κυν. 6, 16.
Greek Monolingual
A
κραδαίνω κάτι από κοινού ή ταυτόχρονα πάνω σε κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικραδαίνω «επισείω»].
Greek Monotonic
συνεπικρᾰδαίνω: σείω, κινώ προς τα εμπρός και προς τα πίσω μαζί με κάποιον, επισείω μαζί, σε Ξεν.