τονισμός
Greek Monolingual
ο, Ν τονίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τονίζω
2. γραμμ. α) η έξαρση της φωνής κατά την προφορά της τονισμένης συλλαβής μιας λέξης
β) το τονικό σύστημα μιας γλώσσας
3. μουσ. η ενέργεια και ο τρόπος με τον οποίο εκπέμπεται ένας φθόγγος
4. μτφ. υπογράμμιση
5. φρ. α) «μετρικός τονισμός» — ο τρόπος με τον οποίο σημαδεύεται σε ένα μουσικό έργο η έναρξη καθενός από τα μέτρα του
β) «δυναμικός τονισμός» — ο τονισμός με τον οποίο ξεχωρίζεται ένας ή περισσότεροι μουσικοί φθόγγοι και εκτοξεύονται σε υψηλότερα επίπεδα
γ) «τονικός τονισμός» — κάθε φθόγγος ή σειρά φθόγγων που ξεχωρίζουν εμφατικά με το χαρακτηριστικά υψηλότερου τονικού ύψους επίπεδό τους σε σχέση με το τονικό επίπεδο τών υπόλοιπων φθόγγων
δ) «ρυθμικός [ή αγωγικός] τονισμός» — το φαινόμενο της εμφάνισης δύο ή περισσότερων μουσικών φθόγγων σε ευδιάκριτες, σαφώς μεγαλύτερες, από την τρέχουσα τη στιγμή εκείνη διαδοχή όλων τών υπόλοιπων φθόγγων μιας μελωδικής περιόδου.