τραγωδώ

Greek Monolingual

τραγῳδῶ, -έω, ΝΜΑ τραγῳδός
απαγγέλλω ένα κείμενο με τραγικό τόνο
νεοελλ.
είμαι τραγωδός
μσν.-αρχ.
τραγουδώ, άδω
αρχ.
1. παρουσιάζω τραγωδία στη σκηνή και, κυρίως, παριστάνω κάτι σε τραγωδία
2. μτφ. α) κάνω κάτι γνωστό, το κοινοποιώ
β) υπερβάλλω
3. παθ. τραγῳδοῦμαι, -έομαι
α) γίνομαι υπόθεση τραγωδίας
β) απαγγέλλομαι με τραγικό ύφος
4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) τετραγῳδημένος, -η, -ον
α) (για λόγο) γεμάτος κομπασμό, πομπώδης
β) μτφ. καταστροφικός, ολέθριος
5. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ τραγῳδούμενα
οι υποθέσεις της τραγωδίας
6. φρ. α) «ὄνομα τραγῳδῶ» — καλλωπίζω, στολίζω μια λέξη (Πλάτ.)
β) «στολαὶ τετραγῳδημέναι» — πομπώδη και μεγαλοπρεπή ενδύματα όμοια με εκείνα που φορούσαν στην τραγωδία (Αντιφάν.).