τρῖψις

English (LSJ)

-εως, ἡ, (τρίβω)
A rubbing, friction, Pl.Tht.153a, Arist.EN 1118b6, al.; νεφῶν Epicur.Ep.2p.49U.; πρὸς ἄλληλα Pl.Tht. 156a.
2 wear and tear, especially of garments, POxy.1273.32 (iii A. D.), etc.
II resistance to wear, durability, Hdt.4.183.
III τρίψιες potted meats, AP9.642 (Agath.).
IV massage, Diocl.Fr. 141, Cic.Fam.16.18.1, Str.15.1.55, Sor.1.25, 2.32, al., Gal.6.76, al., Polyaen.6.1.7.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
frottement : ἐς τρῖψιν HDT au frottement, au toucher.
Étymologie: τρίβω.

German (Pape)

ἡ,
1 das Reiben, die Reibung; Plat. Theaet. 153a; neben κνῆσις, Phil. 46d; Arist. Probl. 5.6; Galen. und Sp.
2 der Eindruck, den ein Körper beim Befühlen und Reiben macht, Her. 4.183.
3 τρίψεις, künstlich gemischte Speisen, Agath. 53 (IX.642).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρῖψις -εως, ἡ [τρίβω] wrijving:; τρίψις πρὸς ἄλληλα het tegen elkaar aan wrijven Plat. Tht. 156a; massage:; τρίψεσι... χρῆσθαι massages gebruiken Hp. Vict. 1.35; slijtage, pregn. het bestand zijn tegen slijtage, duurzaamheid:. παχύτητά τε καὶ τρίψιν (over runderhuid die zich onderscheidt) in dikte en duurzaamheid Hdt. 4.183.3.

Russian (Dvoretsky)

τρῖψις: εως ἡ τρίβω
1 трение Plat.;
2 растирание Arst.;
3 осязание: ἐς τρῖψιν Her. на ощупь;
4 pl. протертые кушанья (αἱ ὑπὲρ ἴγδιν τρίψεις Anth.).

Greek Monolingual

-ίψεως, ἡ, Α τρίβω
1. η ενέργεια του τρίβω, τριβή, τρίψιμο («πῡρ..., γεννᾱται ἐκ φορὰς καὶ τρίψεως», Πλάτ.)
2. μάλαξη («τὴν ἄλλην περὶ τὸ σῶμα θεραπείαν ἀκριβὴς καὶ περιττός, ὥστε και τρίψεσι... χρῆσθαι», Πλούτ.)
3. η αντίσταση την οποία παρέχει ένα σώμα εφαπτόμενο ή προστριβόμενο («οὐδὲν διαφέρουσι τῶν ἄλλων βοῶν ὅτι μὴ τοῦτο καὶ τὸ δέρμα ἐς παχύτητά τε καὶ τρῖψιν», Ηρόδ.)
4. στον πληθ. αἱ τρίψεις
εδέσματα που παρασκευάζονται με πολλή πρόστριψη.

Greek Monotonic

τρῖψις: -εως, ἡ (τρίβω
I. τρίψιμο, τριβή, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. αντίσταση που παρουσιάζεται στην αφή όταν τρίβεται κάτι στερεό, σταθερότητα, σε Ηρόδ.
III. τρίψεις, φαγητά τεχνητά παρασκευασμένα παστωμένα, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῖψις: -εως, ἡ, (τρίβω) τὸ τρίβειν, τρίψιμον, Πλάτ. Θεαίτ. 153Α, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 3. 10, 11, κ. ἀλλ.· τρίψεις πρὸς ἄλληλα Πλάτ. Τίμ. 156Α. ΙΙ. ἀντίστασις παρουσιαζομένη εἰς τὴν ἀφήν, ὁπόταν τι στερεὸν τρίβηται, στερεότης, Ἡρόδ. 4. 183. ΙΙΙ. τρίψεις, ἐδέσματα τεχνικῶς παρεσκευασμένα διὰ πολλῆς τρίψεως, Ἀνθ. Π. 9. 642. (Πλημμελὴς ὁ συνήθης τονισμὸς τρίψις, πρβλ. θλῖψις).

Middle Liddell

τρῖψις, εως, τρίβω
I. rubbing, friction, Plat., etc.
II. resistance to the touch when rubbed, firmness, Hdt.
III. τρίψεις potted meats, Anth.

Translations

Bulgarian: триене, търкане; Chinese Mandarin: 摩擦; Finnish: hankaus; French: friction; Georgian: ხახუნი; Greek: τρίψιμο; Italian: strofinamento; Portuguese: fricção; Slovak: šúchanie, trenie; Spanish: frotación, frotamiento, frote; Turkish: ovma, ovalama; Zazaki: vılênayış