χείμαρος
English (LSJ)
ὁ, plug in a ship's bottom, drawn out when the ship was brought on land, to let out the bilge-water, Hes.Op.626.
German (Pape)
[Seite 1342] für χείμαῤῥος od. für χείμερος, χειμέριος gebraucht, scheint ohne Beispiel zu sein.) ὁ, der Zapfen im Boden des Schiffes, den man, wenn das Schiff ans Land gebracht wurde, herauszog, um das Wasser abzulassen, Hes. O. 628, sonst εὐδίαιος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
bondon fixé au fond du navire et qu'on enlevait, le navire à sec, pour l'écoulement des eaux de la sentine.
Étymologie: DELG χεῖμα.
Russian (Dvoretsky)
χείμᾰρος: ὁ корабельная втулка (для спуска трюмной воды) Hes.
Greek (Liddell-Scott)
χείμᾰρος: ὁ, πάσσαλός τις ἐν τῷ πυθμένι τοῦ πλοίου ἐμπεπηγμένος, ὅστις ἐξήγετο ὅτε τὸ πλοῖον ἀνεσύρετο εἰς τὴν ξηράν, ὅπως ἐκρέῃ τὸ ὕδωρ τῆς βροχῆς, ὅταν βρέχῃ καὶ μὴ προξενῇ σῆψιν, χείμαρον ἐξερύσας, ἵνα μὴ πύθῃ Διὸς ὄμβρος, «χείμαρος λέγεται ὁ ὑπὸ τρόπιν τοῦ πλοίου πάσσαλος, οὗ ἐξαιρουμένου, ὅταν ὕσῃ, τὸ ὕδωρ προχωρεῖ, καλεῖται δὲ καὶ εὐδιαῖος» (Πρόκλος), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 624.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
ναυτ. οπή στο κύτος λέμβου κατάλληλη για την εκροή νερού, όταν αυτή ανασύρεται από τη θάλασσα, κν. τρύπα του νερού
αρχ.
πάσσαλος στερεωμένος στον πυθμένα πλοίου, τον οποίο αφαιρούσαν, όταν έβγαζαν το πλοίο στην ξηρά, προκειμένου να εκρεύσει το νερό και έτσι να αποφευχθεί πιθανή σήψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος του ναυτικού λεξιλογίου, ο οποίος, κατά την επικρατέστερη άποψη, αποτελεί παρ. της λ. χεῖμα με επίθημα -ρος (πρβλ. κύλινδ-ρος, τάλα-ρος), με τη σημ. της τάπας, του πασσάλου που χρησιμοποιείται σε περίπτωση κακοκαιρίας (για ανάλογο σχηματισμό, πρβλ. εὐδίαιος «οπή του πλοίου από την οποία εξέρχονται τα ακάθαρτα νερά» < εὐδία «καλοκαιρία», βλ. λ. ευδίαιος). Η άποψη ότι η λ. χεί-μαρος είναι σύνθ. του οποίου το α' συνθετικό ανάγεται στην ΙΕ ρ. ghe- / ghei- με σημ. «αφήνω, φεύγω, πηγαίνω» (πρβλ. χάζω), ενώ το β' συνθετικό συνδέεται με το λατ. mare «θάλασσα», δεν θεωρείται ιδιαίτερα πιθανή].
Greek Monotonic
χείμᾰρος: ὁ (χεῖμα), πάσσαλος στον πυθμένα του πλοίου, ο οποίος τραβιόταν όταν το πλοίο έβγαινε στην ξηρά, για να εκρέει το νερό της βροχής, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
χείμᾰρος, ὁ, χεῖμα
a plug in a ship's bottom, drawn out when the ship was brought on land, to let out the bilge-water, Hes.
Frisk Etymology German
χείμαρος: {kheímaros}
Grammar: m.
Meaning: Zapfen im Schiffsboden, der herausgezogen wurde, um das Wasser abzulassen, wenn das Schiff aus Anlaß eines eingetretenen Unwetters ans Land gebracht wurde (Hes. Op. 626).
Etymology: Wohl als "Schlechtwetterspund" zu χεῖμα, χειμών, χειμέριος als Gegensatzbegriff zu εὐδίαιος "Gutwetterloch" (Plu., Poll., H.), s. εὐδία. Sommer Festschrift E. Windisch dargebracht (1914) 123ff.
Page 2,1081-1082