χειμάζομαι
Greek Monolingual
ΝΑ, και ενεργ. τ. χειμάζω και χιμάζω Α χεῖμα
παθ.
1. υφίσταμαι τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες του χειμώνα
2. μτφ. δοκιμάζομαι, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι
αρχ.
1. ενεργ. α) εκθέτω κάτι στο ψύχος του χειμώνα
β) (κυρίως για θεό) εγείρω θύελλα, προκαλώ κακοκαιρία («θεού τοιαῡτα χειμάζοντος», Σοφ.)
γ) (για καιρικές συνθήκες) αποδιώχνω κάποιον ή κάτι με τη σφοδρότητά μου
δ) μτφ. ταλαιπωρώ, βασανίζω («τόδ' αἷμα χειμάζον πόλιν», Σοφ.)
2. (αμτβ.) α) διέρχομαι τον χειμώνα σε έναν τόπο, διαχειμάζω, ξεχειμωνιάζω («χειμάζω δ' ἐν κοίλοις ἄντροις», Αριστοφ.)
β) (ιδίως για στράτευμα) στρατοπεδεύω σε τόπο προφυλαγμένο από την κακοκαιρία του χειμώνα για να ξεχειμωνιάσω
3. (ως τριτοπρόσ.) χειμάζει
κάνει βαρυχειμωνιά
4. παθ. (για δένδρα) ζω κατά τη διάρκεια του χειμώνα.