χηρεία

English (LSJ)

ἡ,
A widowhood, Th.2.45, LXX Mi.1.16, Sor.1.31, etc.: pl., χηρείαις τὸν ἅπαντα χρόνον μείνασα IG14.1960.5.
II metaph., want, διὰ χηρείαν ἐπιστήμης Ph.1.358; νόθῳ κόσμῳ χηρείᾳ γνησίου Id.2.492.

German (Pape)

[Seite 1354] ἡ, der Witwenstand, Thuc. 2, 45.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
veuvage.
Étymologie: χῆρος.

Russian (Dvoretsky)

χηρεία:вдовство Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

χηρεία: ἡ, (χηρεύω) ὡς καὶ νῦν, ἡ κατάστασις τῆς χήρας, «χηρειά», Θουκ. 2. 45· χηρείαις μείνασα Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 674. 5. ΙΙ. μεταφορ., ἔλλειψις, διὰ χηρείαν ἐπιστήμης Φίλων 1. 358· χηρείας γνησίου ὁ αὐτ. 2. 492.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και χηρειά και χηριά Ν, και χηρία, και ιων. τ. χηρείη, Α χήρα
1. η κατάσταση του χήρου ή της χήρας
νεοελλ.
1. μτφ. (για υπούργημα, αξίωμα, θέση) το να μένει κάτι κενό, το να μην αναπληρώνεται κάτι («η χηρεία της προεδρίας»)
2. φρ. «αίρεση χηρείας»
(νομ.) διάταξη σε διαθήκη, με την οποία επιτρέπεται στον κληρονομούμενο να περιορίσει το κληρονομικό δικαίωμα του ίδιου ή της συζύγου του στη νόμιμη μοίρα εάν συνάψει νέο γάμο
αρχ.
μτφ. έλλειψηχηρεία γνησίου», Φίλ.).

Greek Monotonic

χηρεία: ἡ (χηρεύω), χηρεία, σε Θουκ.

Middle Liddell

χηρεία, ἡ, χηρεύω
widowhood, Thuc.

Translations

widowhood

Danish: enkestand; Esperanto: vidvado; Finnish: leskeys; French: veuvage; Galician: viuvez; German: Witwenschaft, Witwentum, Witwenstand, Verwitwung; Greek: χηρεία; Ancient Greek: χηραιότης, χηρεία, χήρευσις, χηροσύνη; Hungarian: özvegység; Irish: baintreachas; Italian: vedovanza; Latin: viduitas; Maori: pouarutanga; Occitan: veusatge; Polish: wdowieństwo; Portuguese: viuvez; Romanian: văduvie; Russian: вдовство; Spanish: viudez, viudedad; Swedish: änkestånd; Turkish: dulluk