ἀλαλητός

English (LSJ)

Dor. ἀλαλατός, οῦ, ὁ, (ἀλαλαί)
A shout of victory, Il.16.78; war-cry, battle-shout, Hes. Th.686, Pi.P.1.72.
2 generally, loud shouting, Il.2.14†; halloo, in hunting, Nic. Dam.p.6 D.
3 rarely, cry of woe or wailing, Il.21.10; com., τῶν δὲ πλακούντων.. ἦν ἀ. Telecl.1.13.
II rarely of other sounds, loud noise, αὐλῶν AP6.51.

Spanish (DGE)

(ἀλᾰλητός) -οῦ, ὁ
• Alolema(s): dór. ἀλᾰλᾱτός Pi.P.1.72
• Prosodia: [ᾰ-]
1 clamor, griterío guerrero, Il.4.436, 14.393, Od.24.463, Hes.Th.686, Pi.P.1.72, A.R.2.589, Nonn.D.44.26, Nonn.Par.Eu.Io.19.1.
2 grito de dolor o terror, Il.21.10, Telecl.1.13, en la huida Il.2.149, 18.149.

German (Pape)

[Seite 88] ὁ, Schlachtruf, Geschrei, Hom. achtmal, nomin. nur Iliad. 4, 436 Τρώωνἀλαλητὸς ὀρώρει, sonst dat., Od. 24, 463 ἀνήιξαν μεγάλῳ ἀ., Iliad. 14, 393 ξύνισαν μεγάλῳ ἀ., 12, 138 ἔκιον μεγάλῳ ἀ., 18, 149 θεσπεσίῳ ἀ. ὑφ' Ἕκτορος φεύγοντες, 2, 149 ἀ. νῆας ἐπ' ἐσσεύοντο, 16. 78 ἀ. πᾶν πεδίον κατέχουσι, 21, 10 ἀ. ἔννεον; – Hes. Th. 686; Pind. P. 1, 72; πλακούντων περὶ τὴν γνάθον Teleclid. bei Ath. VI, 268 c. ἀλαλητύς, ἡ, ion., dasselbe, v.l. in Ep. ad. 174 (VI, 51).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 cri de victoire;
2 cri de douleur;
3 grand cri en gén.
Étymologie: ἀλαλάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλαλητός -οῦ, ὁ, Dor. ἀλαλᾱτός ἀλαλή
1. krijgsgeschreeuw.
2. alg. geschreeuw; uitbr. hard geluid, lawaai.

Russian (Dvoretsky)

ἀλᾰλητός: дор. ἀλᾰλᾱτός (ᾰλᾰ) ὁ
1 боевой или победный клич Hom., Hes., Pind.;
2 крик, шум: ἀλαλητῷ Hom. с криком, с воплем;
3 звуки, звучание (αὐλῶν Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀλᾰλητός: -οῦ, ὁ, (ἀλαλαί), κραυγὴ νίκης, Ἰλ. Π. 78: κραυγὴ πολέμου καὶ μάχης, Ἡσ. Θ. 686, Πινδ. Π. 1 .137. 2) καθόλου, ἠχηρά, ἰσχυρὰ κραυγή, Ἰλ. Β. 149 3) σπανίως, κραυγὴ θλίψεως, οἰμωγή, θρῆνος, Φ.10: - κωμικῶς, τῶν δὲ πλακούντων... ἦν ἀλ., Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσιν» 1.13. ΙΙ. σπανίως ἐπὶ ἄλλων ἤχων, μέγας, ἰσχυρὸς θόρυβος, Ἀνθ. Π. 6. 51.

English (Autenrieth)

(cf. ἀλαλάζω, and for the reduplication also ὀλολύζω, ἐλελεῦ, etc.): loud, resounding yell, yelling, war-cry, of a tumultuous throng; usually a triumphant outcry, but raised by the panic-stricken victims of Achilles, Il. 21.10; in the assembly, by a majority opposed to fighting, Od. 24.463.

Greek Monolingual

ο (Α ἀλαλητὸς) ἀλαλά
δυνατός θόρυβος, βοή
αρχ.
1. κραυγή στρατιωτών, πολεμική ιαχή, αλαλαγμός
2. ισχυρός θόρυβος, βοή, κρότος οργάνων
3. κραυγή πόνου, θρήνος.
-η, -ο (Α ἀλάλητος, -ον)
αυτός που δεν μπόρεσε να λεχθεί, ανείπωτος, ανήκουστος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν μιλάει, ο άφωνος
2. αυτός που δεν λάλησε ακόμη
3. (για πτηνά ή ανθρώπους) ο μικρός κατά την ηλικία
4. (για πρόσωπα) ο άπειρος λόγω της νεαρής του ηλικίας («ήμουν αλάλητο πουλί, δέκα χρονών αγόρι, Ζαλοκώστας).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + λαλητὸς < λαλῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλαλησιά].

Greek Monotonic

ἀλᾰλητός: Δωρ. -ᾱτος, -οῦ, (ἀλαλή),
I. κραυγή νίκης, σε Ομήρ. Ιλ.· πολεμική ιαχή, στον ίδ., Ησίοδ.
2. σπανίως, κραυγή πόνου, θλίψης ή θρήνου, σε Ομήρ. Ιλ.
II. δυνατός, ισχυρός θόρυβος, αὐλῶν, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἀλαλή
I. the shout of victory, Il.: war-cry, Il., Hes.
2. rarely, a cry of woe or wailing, Il.
II. a loud noise, αὐλῶν Anth.